Μιχαήλ Π. Παπαστρατηγάκη
Ο Περικλής Γιαννόπουλος
όταν έτρεχε να ανταμώσει τον
θάνατο καβάλα πάνω στο άλογο
Μια σκιαγραφία του
Μ. Παπαστρατηγάκης |
Μιαν απριλιάτικη ημέρα, 10 του
μηνός, η Αθήνα του 1910 εδιάβασε στις εφημερίδες φήμες για την αυτοκτονία ενός
Αθηναίου λογίου. Την άλλη μέρα η αλήθεια συνετάραξε την πνευματική Αθήνα. Ο
Περικλής Γιαννόπουλος, καβάλα σ’ ένα άλογο, ανθοστεφανωμένος, αυτοκτόνησε με
περίστροφο, στα νερά του Σκαραμαγκά.
Πριν φύγει απ’ τη ζωή είχε
φροντίσει να σκίσει πολλές φωτογραφίες του και να γράψει γράμματα σε συγγενείς
του. Σε έναν απ’ αυτούς, στον τότε επίλαρχο Κ. Κρίτσα έγραφε: «Λοιπόν, ναι.
Αυτό ήτο. Μια φορά που ευρέθην αληθινά ευτυχής ήθελα να εξασφαλίσω για πάντα
την ευτυχία μου. Και η μόνη δυνατή εξασφάλισις είναι ο ύπνος...».
Κ’ ύστερα έδινε εντολές:
«...Αν το νερό βγάλη το σεπτόν
μου σκήνωμα! εις την ακτή Σκαραμαγκά, να μη τύχη και το μαζεύσουν κι αρχίσουν
την συζήτησι και το ξεκοιλιάσουν για να ιδούν τι συνέβη και Σας το φέρουν πίσω
και το μασκαρέψουν κατά τα βλακώδη ανθρώπινα. Φρόντισε, Κώστα, κατ’ ουδένα
λόγον να μη συμβή αυτό. Αλλά αν το βγάλη το νερό να το ξανασπρώξουν μέσα, να τ’
αφήσουν στο νερό, που θέλησε ο νοικοκύρης του να το βάλη. Άλλη μια πέτρα στο
λαιμό γερά δεμένη είναι όλο-όλο που ζητώ...».
Οι εντολές του δεν έγιναν σεβαστές. Όταν η θάλασσα,
ύστερ’ από δεκατρείς μέρες, εξέβρασε το πτώμα του ο αστυνόμος της περιοχής
διέταξε να το μεταφέρουν στην εκκλησία. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Όμως, εν
τω μεταξύ, «χείρες αβραί» δύο κυριών, που είχαν φθάσει από την Αθήνα, το είχαν
ανθοστολίσει...
ΕΚΕΙΝΟΣ...
Αυτός ήταν ο Γιαννόπουλος. Ο
Βλάσης Γαβριηλίδης σ’ ένα άρθρο του στην «Ακρόπολι», με την υπογραφή «Έλλην»
και με τον τίτλο «ΕΚΕΙΝΟΣ», έγραφε:
«Τις ήτο ο Περικλής Γιαννόπουλος
ο θαλασσοκτονήσας. Τις δύναται να το ειπή; Ο γράφων, όστις τον εγνώρισε από
εικοσαετίας, τόσον ήτο εις θέσιν να τον καταλάβη, όσον ένας γάιδαρος γκαρίζων
δύναται να αντιληφθή Μπετόβεν. Δι’ εμέ ήτο ο εξοχώτερος των νέων Ελλήνων. Όχι
των από του 1821 μόνον, αλλά των μετά τους Αλεξανδρινούς και εντεύθεν. Διά το
πλήθος των Ρωμιών ήτο ένας άγνωστος. Διά το άνθος των ημιμαθών μας ένας
περίεργος. Διά μερικούς λογίους χαμάληδες ένας λιβελλογράφος.
Πάρτε τώρα όλας αυτάς τας κρίσεις
και βγάλτε ζουμί. Και πιέτε το. Επιτρέψατε, όμως, και εις τον γράφοντα να τον
υπολαμβάνη ως τον ύπατον των νεωτέρων Ελλήνων».
Και το άρθρον, που ήταν ένας
ύμνος στο έργο και τις πνευματικές προθέσεις του Γιαννόπουλου, ετελείωνε με μια
φράση εξαίσια:
«Και επήδησεν εις το καθάριον
κύμα ανθοστεφάνωτος, ο Απόλλων του Γαλανού, ο Απόλλων της Αναγεννήσεως».
Και ήταν, αληθινά, απολλώνεια η
μορφή του. Τα μάτια του, τα ολογάλανα, ακτινοβολούσαν «υπερφυσική γοητεία».
«Το πρόσωπό του, έγραφε ακόμη ο
Γαβριηλίδης, ελούετο εις μειδίαμα, το οποίον θα εφθόνει πάσα Χάρις. Ως δε
ενεδύετο απολυτελέστατα μεν, αλλ’ ως καλλιτέχνης του ρυθμού και του ήθους,
εξεχώριζεν από όλους, δεν εταυτίζετο με κανένα, δεν εδάνειζε τίποτε εις κανένα.
Ήτο ΑΥΤΟΣ».
Με πόσην ειλικρίνεια και αλήθεια
τον έκλαψε ο Ιωάννης Κονδυλάκης (Διαβάτης) εις το «Εμπρός» (13 Απριλίου 1910):
«...Το επερίμενα διότι τον
εγνώριζα. Ο Γιαννόπουλος δεν ήτο δυνατόν να φύγη κατά διαφορετικόν τρόπον από
την ζωήν. Ν’ αποθάνη εις την κλίνην του από γεροντικήν εξάντλησιν, ήτο
αδύνατον...
...Έζη εις την λατρείαν της
Ελληνικής Φύσεως και της Ελληνικής Τέχνης, εις τας οποίας, κατά την αντίληψίν
του, συνοψίζονται τα υψηλότερα και θειότερα ιδεώδη. Και αυτήν την λατρείαν την
ήθελε να εκφράση εις τον βίον και εις το έργον του... Ο Υμηττός και η Πεντέλη
ήσαν δι’ αυτόν άλλοι Παρθενώνες. Παντού της Αττικής σχεδόν έβλεπε τας εξαισίας
αρμονίας των αρχιτεκτονικών και των γλυπτικών μνημείων της αρχαιότητος. Και εις
το θείον τούτο περιβάλλον ήθελε να ζη ως προσκυνητής ένθους και ως ιεροφάντης.
Όταν κατ’ αρχάς τον εγνώρισα,
ενόμισα ότι η προς την αρχαίαν τέχνην λατρεία του ήτο ψευδεπίδειξις, και κάθε
άλλο ή σοβαράν και αγαθήν ιδέαν εσχημάτισα περί αυτού. Αλλ’ έπειτα τόσον
επείσθην περί της ειλικρινείας του, ώστε δεν εγέλασα ούτε όταν τον ήκουσα να
λέγη μίαν ημέραν ότι ήθελε να είχε κατοικίαν παρά την Ακρόπολιν «για να
βρίσκεται κοντά στη δουλειά του».
Η δουλειά του ήτο ν’ αναβαίνη εις
την Ακρόπολιν. Και ανέβαινεν ως προσκυνητής και ως μελετητής των θείων
μαρμάρων».
Η ΑΝΑΤΟΛΗ
Άλλος φίλος του, ο Δημήτριος
Καμπούρογλου, ιστορικός των Αθηνών, ο αλησμόνητος αθηναιολάτρης, τον εθεωρούσε
«ως τον τελευταίον Αθηναίον των καλών χρόνων». Και ακόμη «ως ένα πλόκαμον
κισσού ερπίζοντα επάνω εις αρχαίον μάρμαρον»:
«Όταν έβαζε – έγραφε – λευκά
γάντια και φορτωμένος από άνθη ανήρχετο εις την Ακρόπολιν διά να προσευχηθή εις
τον ναόν του υπάτου Κάλλους, ο τόπος του φρονίμου εξωτερικού και των
πρακτικωτέρων σκέψεων τον εθεώρει ακαταλόγιστον».
Ήτο, είπεν ακόμη ο Καμπούρογλου,
«φύσις καλλιεργημένη πολλών αιώνων». Δεν είχεν άδικον. Η καταγωγή της μητέρας
του εκρατούσε από τη βυζαντινή οικογένεια Χαιρέτη.
Κάτι ακόμη. Ο Σικελιανός τον
έκλαψε στον «Απολλώνειο Θρήνο» του, που άρχιζε με τον στίχο: «Κλάψτε τον ωραίο
Ιππόλυτο!...».
Μα κι οι παραφωνίες δεν έλειψαν.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε
στην Πάτρα τον Φεβρουάριο του 1870. Ο πατέρας του Ιωάννης Γιαννόπουλος ήταν
γιατρός. Ύστερα από την πρώτη μόρφωσή του στην Πάτρα, γράφτηκε στην Ιατρική
Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σ’ ένα χρόνο φεύγει για το Παρίσι και συνέχισε
εκεί, για δυο ακόμη χρόνια τη σπουδή του στην ιατρική. Όταν πέθανε ο πατέρας
του, αφήνει την ιατρική και γυρίζει την Αθήνα. Γράφεται στη Νομική χωρίς να
φοιτήσει όμως ποτέ.
Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον
ποιητή Ζαν Μωρεάς. Ήταν η εποχή του συμβολισμού. Διαβάζει Μαλλαρμέ και
Μπωντελαίρ. Κάνει τη ζωή του. Έχει κατακτήσεις. Γλεντάει. Το 1893-1895 γράφει
στην εφημερίδα «Άστυ» πεζά, ποιήματα.
Όταν αποφάσισε να αφήσει τη ζωή,
έκαψε πολλά χειρόγραφά του. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν ότι χάθηκε η
«Αρχιτεκτονική» του. Έμειναν όμως μερικές μελέτες του για την Ελληνική
Αναγέννηση (1903), τη «Σύγχρονη ζωγραφική» (1902), την «Ελληνική γραμμή»
(1903), το «Ελληνικόν χρώμα» (1904), «Προς τους καλλιτέχνες μας» (1903). Οι
μελέτες αυτές είχαν δημοσιευθεί σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Το 1906 έδωσε το
«Νέον Πνεύμα» και το 1907 δημοσιεύθηκε η «Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν».
ΑΝΑΓΕΝΝΗΤΗΣ
Λοιπόν, τι ήταν αυτός ο
απολλώνειος την μορφήν και ολόφωτος και λάμπων ως ο αττικός ήλιος την ψυχήν και
το πνεύμα, Περικλής Γιαννόπουλος; Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, από το 1906 ακόμη
έδωσε ένα περίφημο χαρακτηρισμό του έργου του, στη «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας:
«...Ό,τι κάμνει διά την
Ζωγραφικήν, το αυτό και με την Αρχιτεκτονικήν, Γλυπτικήν, Ποίησιν, το Διήγημα,
Δράμα, την Γλώσσαν κλπ. Εξετάζει πώς είναι έκαστον και μας διδάσκει πώς έπρεπε
να είναι... Και ολίγον κατ’ ολίγον, αρχίζων από την Τέχνην, περνών εις την
Γλώσσαν, προχωρών εις την Κοινωνίαν και καταλήγων εις την Πολιτείαν,
συμπληρώνει εν σύστημα καθολικής ελληνικής αναγεννήσεως πάντοτε επί τη βάσει
της ιδίας αρχής και βάσεως, φύσει δε μεγαλοϊδεάτης με πίστιν ακλόνητον εις την
αξίαν και δύναμιν της αθανάτου φυλής καταστρώνει το μέγα σχέδιον και ρίπτει το
στερεόν θεμέλιον του ονειρευμένου νεοελληνικού πολιτισμού του, μεγάλου ως ο
αρχαίος, μεγαλυτέρου από κάθε άλλον σημερινόν».
Ήταν, λοιπόν, ένας ουτοπιστής, με
ζέουσαν φαντασίαν; Ο Έλληνας απάνω απ’ όλους. Ο Ευρωπαίος ήταν, γι’ αυτόν,
«βάρβαρος» ή «ανθρωποειδής». Μόνον η Ελλάδα κατάφερε να παράγει ανθρώπους. Αυτό
επίστευε. Και το επίστευε και το εκήρυξε με όλη τη δύναμη της ωραίας ψυχής του.
Δεν έγραφε, αλλά εκάλπαζε. Κάθε λέξις του και κεραυνός... Εσφυροκοπούσε το
ελληνικό μυαλό για ν’ αντιληφθεί τη θέση του και τον προορισμό του μέσα στην
ανθρωπότητα. Εμαστίγωνε μέχρις αίματος τον Ρωμιό για τον κάνει Έλληνα και για
να πιστέψει πως είναι ανώτερος απ’ όλους τους άλλους.
«Δεν θα κρίνετε Σεις οι Φράγκοι –
έγραφε – τα χθεσινά αγριογούρουνα Εμάς, αλλ’ εμείς θα κρίνωμεν Σας και τον
πολιτισμόν σας».
Αυτή τη φράση επήρε κάποιος
κριτικός για να θεμελιώσει μιαν ανοησία. Ότι, δηλαδή, ο Γιαννόπουλος έπασχε,
όπως όλοι οι Βαλκάνιοι, από το «σύμπλεγμα κατωτερότητος» και «ως άτομα και ως
έθνη». Αντίθετα. Ο Γιαννόπουλος είχε το αίσθημα της ανωτερότητος. Και ο τρόπος
που διακήρυξε τις ιδέες του, ο φλογερός, που έμοιαζε με καλπασμό και με
μαστίγωμα, δεν δείχνει τον άνθρωπο που ήθελε να ξεφύγει από την κατωτερότητα,
αλλά εκείνον που πίστευε στη δική του υπεροχή, στην υπεροχή του. Εζητούσε –
γιατί την θεωρούσε απαραίτητη – μια πνευματική και εθνική επανάσταση, βαθύτατη,
που θα είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων αξιών.
«Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ του Έλληνος εις τον
Κόσμον αυτόν – έγραφε στην «Έκκληση» – ήτο και είναι εις κάθε εποχήν, ΣΗΜΕΡΑ
και ΑΥΡΙΟΝ. Ο εξανθρωπισμός της Οικουμένης. Και επειδή το ΓΕΓΟΝΟΣ είναι αυτό,
πρέπει να σταθήτε να Σας γδάρουν τα ρούχα, το πετσί, να Σας πλύνουν τις ιδέες,
να Σας μπουγαδιάσουν το Μυαλό για να ιδήτε τον Εαυτό Σας και το δρόμο Σας».
ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Ο ΕΛΛΗΝΑΣ έχει βαρύτατα
«υπεράνθρωπα καθήκοντα» να εκτελέσει. Διαφορετικά δεν έχει το δικαίωμα να φέρει
το όνομα ΕΛΛΗΝ. Για τον Γιαννόπουλο όταν το Ελληνικόν Ιδανικόν «ετελειώθη διά
των Αθηνών», τότε εσήμανεν η ώρα για ν’ αρχίσει πραγματικώς η Ελληνική Ιστορία.
Και τότε άρχισε «η αληθώς τρισμέγιστη Αποστολή του Έλληνος εις τον Κόσμον, που
είναι ο εξανθρωπισμός της Οικουμένης».
«Ο Αλέξανδρος αρχίζει την
πραγματική ελληνική ιστορία.
Ντροπή Σας να συζητάτε με τον
Σκυλόφραγκο, αν η Μακεδονική Σας Γη είναι δική Σας Γη. Και να τον πείσης, δεν
τον πείθεις το Ληστή. Ή μόνος του ή με τους Σμπίρους βάλτους θα προσπαθήση να
Σας πάρη κάθε Γη.
Οι Πολιτισμοί που Σας έμαθαν οι
Δασκαλοτσούσιδες να προσκυνάτε μπρούμυτα, Σας καμπανίζουν κατάμουτρα με άγρια
χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ!
Και είναι ανήθικον και άσκοπον
και το να Σας δώσουν και το να δεχθήτε τι. Και να σας δώσουν, αν είσθε Σάπιοι,
ο πρώτος Δυνατός θα Σας το πάρη. Το Ηθικόν είναι αν είσθε Σάπιοι, να Σας
ξεσπιτώσουν και καθαρίσουν τη Γη. Φυλάτε τη Γη Σας και την Τιμή της, μόνο με
Σπαθί...».
Το ελληνικό φως έπρεπε να
διαποτίσει τη σκέψη και τη θέληση όλων, του ζωγράφου, του γλύπτου, του
μουσικού, του πολιτικού, του κάθε πολίτου, αν ήθελε να είναι Έλληνας κι αν είχε
πιστέψει στον προορισμό του. Ήταν καταλυτής; Ήθελε την αναδημιουργία, την
ανάπλαση από την αρχή, από τα θεμέλια. Θα είναι αδύνατον να βαδίσει προς τα
εμπρός η Φυλή χωρίς να υπάρξει, όπως έγραψε, νέον πνεύμα, νέον ιδανικόν, νέα
πίστις, νέα σημαία.
«Όχι, όχι, όχι. Ούτε αυτή δυνατόν
να είναι η Ελλάς ούτε αυτοί να είσθε σεις. Και η φυσική Ελλάς είναι άλλη και
σεις οι ίδιοι είσθε άλλοι. Αλλά το κλέφτικον αναρχικόν κρασί και το φράγκικον
παλιόκρασον με το δυνατώτατον αλκοόλ, που πίνετε ακόρεστα, εξετίναξαν και αυτής
και τα δικά σας μυαλά».
Ο Παύλος Νιρβάνας είχε πει στον
Άριστο Καμπάνη, πως ο Περικλής Γιαννόπουλος «προφεσσάρει τον Ελληνισμόν κατά
τον μάλλον ανθελληνικόν τρόπον. Με την οργήν, με την τρικυμίαν, με την φραστικήν
καταιγίδα». Αληθινά, αυτός ο θαυμαστής του αττικού κάλλους, των κλασσικών
γραμμών, ο εραστής του Αττικού φωτός, που λάτρευεν ακόμη και το αττικό αγκάθι
για την νταντελένια του ομορφιά, όταν έγραφε λησμονούσε την αττικήν λιτότητα.
Ορμούσε σαν χείμαρρος. Μέσα στο κήρυγμά του υπάρχουν λυρικές σελίδες περίφημες.
Μοιάζουν με ηλιαχτίδες που περνούν μέσα από τα σύννεφα μιας θύελλας. Άλλωστε οι
προφήτες και οι απόστολοι δεν μιλούν πάντοτε με τη γλώσσα της καλωσύνης και της
αγαθότητας. Μαστιγώνουν πολλές φορές. Και μαστιγώνουν ανελέητα.
Γιατί εθαλασσοκτόνησε; Έγραφε ο
Γαβριηλίδης:
«Διατί απέθανε; Διότι δεν τον
ήθελεν η Γη η Ελληνική. Δεν τον εσήκωνεν η Κοινωνία η Ελληνική. Τον απηχθάνετο
η Ζωή η Ελληνική. Τον έτρεμε ως πολύ άγριον χειρουργόν η Φθίσις η Ελληνική. Τον
εμίσει τον ερίγδουπον Ποσειδώνα η Τελματίτις η Ελληνική. Μεταξύ αυτού του
Μεγάλου και της συγχρόνου Ελληνικής Μικρότητος, γέφυρα δεν ηδύνατο να ζευχθή».
Αυτή είναι η μια άποψη. Αργότερα
φανερώθηκε η αλήθεια για τας «αβράς χείρας» που τον ενεκροστόλισαν στην
εκκλησία του Σκαραμαγκά. Ήταν η ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου, η Σοφία του, η
λατρεία του, που ζει με την ανάμνησή του στην Καλλιθέα, και μία φίλη της. Είχεν
έρθει από το Μόναχο ύστερα από ένα γράμμα. Της έστελνε «ένα ύστατο χαίρε από
την Αττική γη», που την άφηνε για πάντα...
Θα ’πρεπε πολλλά να ειπωθούν
ακόμη. Μα ο χώρος δεν το επιτρέπει. Αλλά, πάντως, όταν θυμηθούμε την εποχή που
’γραψε τα δύο του έργα, την «Έκκληση» και το «Νέον Πνεύμα», θα δικαιολογήσουμε
τους θυμούς του. Έγραφεν ύστερα από εκείνο τον άτυχο πόλεμο του 1897, που τον
είχε πληγώσει σαν Έλληνα. Είχεν, έπειτα, αρχίσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Ο Παύλος
Μελάς είχε δώσει το αίμα του. Κι ο Γιαννόπουλος ήθελε να ξυπνήσει την εθνική
συνείδηση, έστω και με το μαστίγωμα. Ήξερε πως δεν τον καταλάβαιναν. Το είχε
ομολογήσει. Μα αυτό του άναβε περισσότερο τη φωτιά στην ψυχή του. Ήθελε με το
μεγάλο μήνυμά του να θεμελιώσει τον Ελληνισμό του μέσα στην ψυχή των Ελλήνων.
Δυο χρόνια ύστερα από τον θάνατό του ανάτειλαν οι θρίαμβοι του Δώδεκα. Το είχε
φωνάξει, προφήτης και απόστολος: «Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου