Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΜΕΛΙΝΑ ΤΗΣ ...ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ!

Η Μελίνα την εποχή των αγώνων

Αντιστασιακό σύμπλεγμα της Μελίνας...

Ο ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ ΜΥΘΟΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΘΕΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗ

Του Χριστοφόρου Πετρίτη


Η πιο μεγάλη ηρωίδα της Αντίστασης είναι η Μελίνα Μερκούρη! Αυτή την απάντηση θα πάρουμε, οποιοδήποτε νέο παιδί και αν ρωτήσουμε. Έχει επιβληθεί μέσα από ένα αδυσώπητο και δαιδαλώδες προπαγανδιστικό σύστημα η αντίληψη αυτή.
Και ίσως ίσως, δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια, αν έκανε κάτι και τι η Μελίνα. Υπάρχει μια γενικότερη φιλοσοφική άποψη, να μην πειράζουμε τους «μύθους» και να τους αφήνουμε να υπάρχουν για να ναρκώνονται οι λαοί. Αν αυτό θέλουν και οι αναγνώστες του «Λαβύρινθου», μπορούν να προσπεράσουν αυτές τις σελίδες. Να τις αγνοήσουν, διότι απλούστατα δεν θα ανταποκρίνονται σε μια τέτοια πρόθεση να μην θιγούν τα «είδωλα».
Δεν χωρεί αμφιβολία όμως ότι ούτε οι αναγνώστες μας, ούτε το ίδιο το περιοδικό μας, κυριαρχούνται από τέτοιες ανιστόρητες απόψεις και είναι εύκολη λεία στις επιβαλλόμενες προπαγάνδες. Ας γνωρίζουμε εμείς την αλήθεια και ας αφήσουμε τους άλλους να ζουν βουλιαγμένοι στην υποκρισία και το ψεύδος.

Σε ό,τι αφορά την ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη, το καλλιτεχνικό στοιχείο της οποίας δεν αφορά εδώ να το κρίνουμε, ούτε και είμαστε οι αρμοδιότεροι, γεγονός είναι ο χαρακτήρας της ήταν πάντα αντιστασιακός, πλην μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Η γυναίκα αυτή είχε εκ γενετής μια νοοτροπία αρνητικότητας και αμφισβήτησης των πάντων, αλλά ταυτόχρονα και πάμπολλα στοιχεία κυνισμού, σνομπισμού και ανεξέλεγκτου ηδονισμού. Υπό την έννοια αυτή, βεβαίως ήταν αντιστασιακή. Θα ήταν εξόφθαλμα άδικο να το αμφισβητήσουμε.
Όταν σε μια ψυχραιμότερη εποχή θα κριθεί ως προσωπικότητα η Μελίνα Μερκούρη για τις πολιτικές αντιλήψεις που είχε σε διάφορες φάσεις της ζωής της, τότε θα μπορέσουμε να την κρίνουμε αν πολιτικά ήταν πράγματι αντιστασιακή και αμφισβητίας – ή αν μόνον πήγαινε κατά πού φυσούσε το ρεύμα. Ή και αν ήταν πλήρως αδιάφορη πολιτικά, αρκούμενη στην «αξιοποίηση» (δηλ. στην εκμετάλλευση) των πολιτικών θέσεων που εμφανιζόταν να έχει, προκειμένου να προβάλλει ματαιόδοξα την εικόνα της και να αυξάνει τις γνωριμίες της, όπως και τη φήμη της.
Τα γεγονότα τείνουν βεβαιώσουν ότι από τα πρώτα της βήματα, ωφελιμιστικά ήταν τα κριτήρια, με τα οποία διάλεγε τις παρέες της, τους εραστές της, ακόμη και τους εραστές της μιας βραδυάς. Στόχευε ισχυρούς για να τους σαγηνεύει, ώστε να επωφελείται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αλλά και πάλι, όπως και να το δούμε, η Μελίνα ήταν μια αντιστασιακή και μια αμφισβητίας. Δεν ήθελε να ακολουθήσει την «πεπατημένη» για να σταδιοδρομήσει. Πίστευε ότι όλα τα έχει έμφυτα, ότι όλοι της οφείλουν όλα. Το ότι έμεινε για 8+2 χρόνια στον θώκο της υπουργού Πολιτισμού, όσα χρόνια δηλαδή το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην εξουσία μέχρι τον θάνατο της ίδιας, ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσε να διεκδικήσει στην πολιτική διαδρομή της. Αν δεν έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι λάθος της ελληνικής κοινωνίας που δεν το έκανε. Π.χ. ποια είναι τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ της ιδίας και του σημερινού Προέδρου Κ. Παπούλια, που θα της στερούσαν αυτόν τον θώκο το 2005, αν ζούσε; Με εξαίρεση βεβαίως το γεγονός ότι αν ζούσε, ασφαλώς θα συνέχιζε να πολιτεύεται, οπότε ως μη αποτυχούσα βουλευτής δεν θα είχε το πλεονέκτημα που με άγραφο εθιμικό δίκαιο έχει θεσπισθεί για να φθάνει κανείς στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα...

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
ΕΠΙ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Στα εφηβικά της χρόνια η Μελίνα Μερκούρη είναι γνωστό ότι δεν είχε εκδηλώσει πολιτικά ενδιαφέροντα. Η οικογένειά της άλλωστε ανήκε στον συντηρητικό χώρο γενικώς. Ο περίφημος παππούς της Σπύρος Μερκούρης είχε εκλεγεί επανειλημμένα δήμαρχος ως εκλεκτός των αντιβενιζελικών και μόνον όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα κέρδιζε άλλες εκλογές, προσχώρησε στο βενιζελικό στρατόπεδο. Ο πατέρας της, Σταμάτης, δεν ακολούθησε την πολιτική μεταστροφή του δικού του πατέρα, αλλά στα ίδια χρόνια (αρχές της δεκαετίας 1930) στήριξε αντίρροπη μεταστροφή από το βενιζελικό στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη, με τον οποίο συνδεόταν πολλαπλώς. Έτσι κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής και να γίνει υπουργός του Κονδύλη το 1935.
Ωστόσο, στα χρόνια εκείνα ο πρωτεύων πολιτικός νους της οικογένειας ήταν ο αδελφός του Σταμάτη, Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος είχε διατελέσει επανειλημμένα βουλευτής και υπουργός σε αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, ενώ ήταν επιφανές στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος. Μέχρι που είχε την πρωτοβουλία να μεταλαμπαδεύσει στην Ελλάδα το φασιστικό ρεύμα που υπήρχε στην Ευρώπη. Είχε πλέον μόλις επικρατήσει ο Χίτλερ στη Γερμανία, ενώ στην Ιταλία από το 1922 ο Μουσολίνι ήταν στην εξουσία, όταν ο Γ. Μερκούρης ίδρυσε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος. Το κόμμα ήταν πλήρως διασυνδεμένο με τα αντίστοιχα της Γερμανίας και της Ιταλίας και μάλιστα έλαβε μέρος σε διεθνές φασιστικό συνέδριο στην Ελβετία. Η πολιτική δράση του κόμματος ανακόπηκε στις 4 Αυγούστου 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς κήρυξε τη δικτατορία του, οπότε ανέστειλε τη λειτουργία όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων.
Από την οικογένεια, τελικώς συνελήφθη μόνον ο Σταμάτης, ο οποίος και εξορίσθηκε. Προηγουμένως ο πατέρας της Μελίνας είχε επικροτήσει το νέο καθεστώς και μάλιστα ήταν η πρώτη δημόσια φωνή που διατυπώθηκε για την ίδρυση Εθνικής Νεολαίας, θέτοντας έτσι υποψηφιότητα για την αρχηγία της. Αλλά ο Μεταξάς δεν δέχθηκε την προσφορά, αν και ευθύς μετά ίδρυσε οργάνωση νεολαίας, την περίφημη ΕΟΝ. Αργότερα και για άλλους λόγους, ο Σταμάτης Μερκούρης στάλθηκε στην εξορία, στην οποία βεβαίως δεν πήγαιναν μόνον οι κομμουνιστές.
Την εποχή εκείνη, που ο πατέρας της είναι στην εξορία, η Μελίνα κάνει τη δική της ιδιότυπη αντίσταση. Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια οι γονείς της είχαν χωρίσει και η ίδια, μαζί με τη μητέρα της και τον μικρότερο αδελφό της, ζούσαν στο πατρικό σπίτι της οικογένειας Μερκούρη, ενώ ο Σταμάτης Μερκούρης το είχε εγκαταλείψει. Η Μελίνα, όπως η ίδια έχει εκμυστηρευθεί, έτρεφε απέραντο θαυμασμό για τον παππού της και για τον θείο της, ο οποίος είχε πάρει θέση πατέρα, αφού όλοι (παππούς, θείος, οικογένεια Σταμάτη πλην του ιδίου) ζούσαν στο ίδιο σπίτι.
Η Μελίνα έκανε λοιπόν αντίσταση στον εξόριστο πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα έκανε αντίσταση και στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου με το να μην εγγράφεται στην ΕΟΝ, που πρώτος ο πατέρας της την είχε προτείνει. Εκείνη παρέμενε σταθερά στο πατρικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου την πρωτοκάθεδρη θέση του παππού Σπύρου (σε πολύ μεγάλη ηλικία πλέον) είχε πάρει ο θείος Γιώργος, ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Ο Γεώργ. Μερκούρης δεν ήταν πλέον ενεργός πολιτικός αρχηγός, αλλά παρέμενε αμετάβλητα γερμανόφιλος. Αν θα ερευνούσε κανείς υπομονετικά τα γερμανικά διπλωματικά αρχεία της εποχής, τα οποία διασώθηκαν, θα έβρισκε συχνές αναφορές του ονόματός του κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου σε αντίστοιχα μνημόνια της γερμανικής πρεσβείας Αθηνών προς το Βερολίνο.

ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ

Άλλωστε ο δεύτερος πατέρας της Μελίνας, όπως η ίδια τον θεωρούσε, ο Γεώργιος Μερκούρης, που ουδέποτε έκρυψε τις πεποιθήσεις του, χρειάσθηκε να συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές τον Απρίλιο 1941, πριν από την Κατοχή, ως επικίνδυνος γερμανόφιλος. Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, αφέθηκε ελεύθερος και η πρώτη του ενέργεια ήταν να επανασυστήσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, ελπίζοντας ότι θα αναλάμβανε την κυβέρνηση δίκην Κουίσλιγκ. Αντ’ αυτού διορίστηκε αργότερα ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Η Μελίνα Μερκούρη, αν και πλέον ήταν έγγαμη, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον θείο της. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχε παντρευτεί τον Πάνο Χαροκόπο σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Αξιοσημείωτο είναι ότι με τον γάμο εκείνο σ’ ένα εκκλησάκι, για τον οποίο δεν είχε προβλεφθεί ούτε ποιος θα ήταν κουμπάρος, απέκτησε πνευματική συγγένεια μ’ ένα νεαρό τότε και οπωσδήποτε ασήμαντο επαρχιωτόπουλο, που κανείς δεν ήξερε ότι κάποτε σε μια κρίσιμη φάση θα γινόταν γνωστός στην Ελλάδα. Το όνομά του ήταν Ιωάννης Λαδάς. Πρόκειται για τον γνωστό συνταγματάρχη που υπήρξε από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Ο θείος Μερκούρης πέθανε τον Δεκέμβριο 1943, διοικητής ων της Εθνικής Τράπεζας. Λίγοι συνόδευσαν τη σορό του, μεταξύ των οποίων κατοχικοί υπουργοί και βεβαίως Γερμανοί αξιωματικοί. Όπως θα μπορούσε να σκεφτεί λογικά κανείς, ανάμεσά τους ήταν και η Μελίνα, η οποία κατά και ήταν απαρηγόρητη. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην κηδεία δεν παραβρέθηκε ο μοναδικός αδελφός του, ο Σταμάτης.
Την εποχή εκείνη ο τελευταίος είχε ιδρύσει μια αντιστασιακή οργάνωση και φερόταν ότι είχε εγκαταλείψει τις προπολεμικές φασιστικές ιδέες του. Αλλά το ερώτημα, που μας ενδιαφέρει, είναι τι έκανε την ίδια εποχή η Μελίνα.
Εκείνη μισούσε την πείνα, αν και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ στα προηγούμενα χρόνια. Ούτε και τώρα. Άλλωστε ο σύζυγός της ήταν ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες με αμύθητης αξίας ακίνητα όχι μόνο στην ομώνυμη συνοικία της Καλλιθέας, που την είχε οικοπεδοποιήσει ο πατέρας του, αλλά και μεταξύ άλλων χιλιάδες στρέμματα στη Θεσσαλία. Από τα κτήματα εκείνα, τακτικά έφερναν οι άνθρωποί του τρόφιμα που επαρκούσαν για να διατραφούν όχι μία, αλλά πάρα πολλές οικογένειες. Αλλά και τα περιουσιακά του στοιχεία, όπως και τα εισοδήματά του, επέτρεπαν στο ζεύγος Χαροκόπου να μην διανοηθεί καν ότι υπάρχει πείνα στην Αθήνα. Ζούσε σ’ ένα τεράστιο ρετιρέ 400 τ.μ. μιας επιβλητικής μεσοπολεμικής πολυκατοικίας, που ήταν ιδιόκτητη και βρισκόταν χωρίς υπερβολή στο κεντρικότερο σημείο της Αθήνας: ακριβώς δίπλα από τη γαλλική πρεσβεία, στην αρχή της οδού Ακαδημίας.
Και όταν λοιπόν οι Αθηναίοι έπεφταν νεκροί από την πείνα στους δρόμους, οι Χαροκόποι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχαν χαροκαμένοι και πεινασμένοι κάτω στα πεζοδρόμια. Πολύ δε περισσότερο η ανέμελη Μελίνα, που το ενδιαφέρον της εστιαζόταν σε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την πολιτική. Την ενδιέφεραν νεαρές παρέες, άντρες και γυναίκες.
Ο Πάνος Χαροκόπος ήταν πολύ μεγαλύτερός της, θα μπορούσε να είναι πατέρας της. Είχε δική του θαλαμηγό και ένα εντυπωσιακό ανοιχτό αυτοκίνητο. Και τα δύο επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς, αλλά αυτό δεν εμπόδισε να διατηρεί το ζεύγος άριστες σχέσεις με πολλούς αξιωματικούς του κατοχικού στρατού, που ενίοτε γίνονταν και ιδιαίτερα στενές. Χάρη σ’ αυτές είχαν αποφύγει πολλές φορές να επιταχθεί το ρετιρέ τους, κάτι που είχε συμβεί σε όλες τις άλλες πλούσιες οικογένειες της Αθήνας.
Η Κατοχή είχε βρει τη Μελίνα να έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στο θέατρο, όπου φιλοδοξούσε να κάνει μια μεγάλη σταδιοδρομία. Και για να το επιτύχει αυτό, πίστευε πως ήταν χρήσιμο να έχει πολλές επαφές με ηθοποιούς, σκηνοθέτες και άλλους θεατρικούς παράγοντες. Έτσι λοιπόν, σε μέρες που όλοι ήταν στερημένοι από φαγητό και απολαύσεις, το σπίτι της οδού Ακαδημίας 4 ήταν ανοιχτό για τις παρέες της Μελίνας.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ
ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΩΝ!

Στα χρόνια της Κατοχής η Μελίνα δεν έκανε αντίσταση. Είναι η μόνη περίοδος που πίστεψε ότι δεν είχε τίποτε να προσφέρει, γι’ αυτό και αντί για αντίσταση προτίμησε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις με όσους Γερμανούς γνώριζε προσωπικά. Το ακριβές είναι ότι έκανε αντίσταση κατά των αντιστασιακών!
Όπως είχε γράψει ο «Λαβύρινθος», η Μελίνα μια κατοχική μέρα μεσημέρι είχε καταδώσει δύο νεαρούς αντιστασιακούς, προκειμένου να τους πιάσουν οι Γερμανοί. Αντιγράφουμε από το τεύχος του Δεκεμβρίου 2003:

Η σκηνή είναι αυθεντική. Διαδραματίζεται επί Κατοχής σ’ ένα περίφημο μπαρ της εποχής, το «Παν». Το κτίριο υπάρχει και σήμερα, στην οδό Ακαδημίας 4, μια μεσοπολεμική καλοφιαγμένη πολυκατοικία, δίπλα από την είσοδο της γαλλικής πρεσβείας. Στα κατοχικά χρόνια στο μπαρ σύχναζαν, ως επί το πλείστον, Γερμανοί αξιωματικοί και σκοτεινοί μαυραγορίτες. Ήταν οι μόνοι που είχαν τη διάθεση και το χρήμα για να πιουν ένα πανάκριβο προπολεμικό κονιάκ ή να γευθούν δυσεύρετα σνακς.
Για τη Μελίνα ήταν το δεύτερο σπίτι της κυριολεκτικά, για έναν επιπρόσθετο λόγο: στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας ήταν η πολυτελής κατοικία του συζύγου της, του Πάνου Χαροκόπου. Κατέβαιναν σχεδόν καθημερινά, λοιπόν, για τα ποτά τους.
Στα σκαμνιά μπροστά από τη μπάρα κάθονται δύο άνδρες και όρθια ανάμεσά τους μια νεαρή ψηλή εντυπωσιακή γυναίκα. Και οι τρεις αποτελούν ένα ιψενικό τρίγωνο, όπως άλλωστε γνωρίζει όλο το Κολωνάκι αρκούντως σκανδαλισμένο. Οι δύο άνδρες είναι φίλοι και «κολλητοί», χωρίς να έχουν τίποτε το κοινό – πλην της ίδιας γυναίκας. Για κάποιους πιο ευφάνταστους, το ιψενικό τρίγωνο δεν έχει γωνία αιχμής τη γυναίκα, αλλά τον κοινό εραστή.
Η γυναίκα είναι βέβαια η εικοσάχρονη τότε Μελίνα Μερκούρη και οι δύο άνδρες είναι ο σύζυγός της Πάνος Χαροκόπος και ο μεγαλομαυραγορίτης Αλέξης (Φειδίας) Γιαδικιάρογλου. Ο Χαροκόπος, γόνος παλιάς μεγαλοαστικής οικογένειας με σπουδές στην προπολεμική Αγγλία, είναι ο κλασικός τύπος του βαριεστημένου πάμπλουτου που δεν εργάζεται ποτέ, αλλά όλα τα έχει αφειδώς διαθέσιμα, λίρες, γυναίκες και άντρες. Ο Γιαδικιάρογλου, ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερος από τη Μελίνα, είναι ένας ασύδοτος τύπος του υποκόσμου, ο οποίος αγοράζει σε εξευτελιστικές τιμές βιομηχανίες, τιμαλφή και ακίνητα αντί πινακίου φακής, εκβιάζει τους πάντες, κλέβει ακόμη και τους Γερμανούς, είναι ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικών λεσχών και δεν υπάρχει κατοχική βρομιά και κομπίνα στην οποία να μην είναι ανακατεμένος. Κυκλοφορεί πάντοτε με σωματοφύλακες και πολυτελές αυτοκίνητο, συχνά μεθυσμένος και οπωσδήποτε με πιστόλι στην τσέπη.
Την εποχή αυτή, αυτοί είναι οι δύο άνδρες στη ζωή της Μελίνας, η οποία ονειρεύεται να γίνει μεγάλη ηθοποιός και να σπαρταράει το κοινό στα πόδια της. Οι τρεις τους, δηλαδή η Μελίνα, ο σύζυγος και ο εραστής πίνουν ήσυχα, με το ανάλογο ύφος σνομπ και παρακμής, όταν δύο νεαροί μπαίνουν στο μπαρ. Μόλις εκείνη τους βλέπει, εξοργίζεται και φωνάζει δυνατά, παρουσία Γερμανών και συνεργατών τους:
–Είναι κομμουνιστές! Πιάστε τους!
Οι δύο νεαροί αιφνιδιάζονται και πριν προλάβουν Γερμανοί και εντόπιοι πιστολάδες να τους πιάσουν, βγαίνουν τρέχοντας από το μπαρ και εξαφανίζονται. Και οι δύο ήταν αθλητές άλλωστε και τελικά δεν τους πρόφτασαν. Γλύτωσαν έτσι από την κατάδοση της Μελίνας, που την ώρα εκείνη δεν σήμαινε τίποτε λιγότερο από θάνατο...

Ο ένας τουλάχιστον από τους δύο τότε νεαρούς αντιστασιακούς, που είχαν την απρονοησία να πέσουν στη Μελίνα, καθώς μπήκαν στο μπαρ για να γλυτώσουν κυνηγημένοι από άλλους Γερμανούς που τους είχαν θεωρήσει ύποπτους, σήμερα βρίσκεται στη ζωή. Όμως την ακρίβεια των όσων προαναφέρθηκαν μπορούν να βεβαιώσουν μία δημοσιογράφος και μία ηθοποιός, η Φρίντα Μπιούμπι και η Άννα Συνοδινού. Η πρώτη έχει ασχοληθεί στο σύνολό της με τη Μελίνα, καθώς μάλιστα με πολύ μόχθο έχει συνθέσει τη βιογραφία της. Και έχει πολλές αποκαλυπτικές πληροφορίες για την «αντιστασιακή» της δράση επί Κατοχής.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Η Μελίνα, όπως δεν ήταν αντιστασιακή επί Κατοχής, δεν υπήρξε ποτέ φεμινίστρια, διότι απλούστατα ήταν της θεωρίας ότι για να επιτύχει πρέπει να χρησιμοποιεί τη γυναικεία φύση της. Είχε καλλιεργήσει στα δύσκολα κατοχικά χρόνια σχέσεις και φιλίες με ανθρώπους του θεάτρου, σιτίζοντάς τους με χρήματα του Χαροκόπου ή του μεγαλομαυραγορίτη Γιαδικιάρογλου. Πίστευε ότι θα μπορούσε να κάμψει οποιονδήποτε θα παρουσιαζόταν ως εμπόδιο στη σταδιοδρομία της, είτε με την έμφυτη γοητεία της, είτε με τα χρήματα του συζύγου της. Δεν μπορούσε όμως να το πετύχει, ώστε να καθιερωθεί ως μεγάλη πρωταγωνίστρια.
Άλλωστε, και αν ακόμη το επετύγχανε, οι φιλοδοξίες της δεν αρκούνταν μόνο στον στενό ελλαδικό χώρο. Ανασυντάχθηκε μετά τον πόλεμο και κατέληξε στη σκέψη ότι η καλλιτεχνική της καθιέρωση θα επιβαλλόταν στην Ελλάδα μόνον αν ερχόταν από το εξωτερικό. Νοιαζόταν για το θέατρο ακόμη, ενώ αργότερα οι στόχοι της θα επεκταθούν και στον κινηματογράφο.
Έχοντας το στοιχειώδες πλεονέκτημα της οικονομικής άνεσης, κατευθύνθηκε στο Παρίσι. Όπως αναφέρει το προαναφερθέν τεύχος του «Λαβύρινθου» (Δεκ. 2003), «εκεί σχετίστηκε με γνωστά ονόματα της τέχνης, πολλά των οποίων είχαν περιέργως έναν κοινό παρονομαστή: είχαν κατηγορηθεί ως δοσίλογοι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Από τον Ζαν Κοκτώ και τον Σερζ Λιφάρ μέχρι τον Σασά Γκιτρύ και την Κολέτ, αδιάφορο αν υπήρχε ερωτική σχέση της με κάποιους ή κάποιες από όλα εκείνα τα γνωστά πρόσωπα, επέτυχε τελικά η Μελίνα να σαγηνεύσει γνωστότατο Γάλλο θεατρικό συγγραφέα παρωχημένης ηλικίας, ο οποίος με μύριες δυσκολίες και αντιδράσεις την επέβαλε».
Πρόκειται για τον γλοιώδη και δύσμορφο Μαρσέλ Ασσάρ, ο οποίος όμως ήταν τότε ένας πολύ πετυχημένος θεατρικός συγγραφέας στη μεταπολεμική Γαλλία. Η παρέμβασή του ήταν καθοριστική για την πορεία της Μελίνας, η οποία τον χρησιμοποίησε επιτυχώς για την καθιέρωσή της στην Ελλάδα.
Αλλά, καθώς οι φιλοδοξίες ενός άπληστου ανθρώπου δεν ολοκληρώνονται ποτέ, η Μελίνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έβαλε έναν άλλο στόχο: τη διεθνή καθιέρωσή της στον κινηματογράφο! Αν το έλεγε τότε φωναχτά, θα εισέπραττε τις ειρωνείες όσων την ήξεραν. Η ίδια όμως είχε απόλυτη αυτοπεποίθηση στον εαυτό της και το σχεδίασε καλά. Γνώριζε ότι η παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία έχει αφ’ ενός επίκεντρο την Αμερική, αφ’ ετέρου δε ελέγχεται σχεδόν καθολικά από Εβραίους. Αναζητούσε λοιπόν ένα κατάλληλο πρόσωπο για να σαγηνεύσει, μέχρι που το βρήκε: Ζυλ Ντασέν. Δεν ήταν και μεγάλος σκηνοθέτης, αλλά ήταν Εβραιοαμερικανός.
Αυτό ήταν αρκετό για να του δηλώσει ότι τον ερωτεύτηκε και να τον ...ζητήσει σε γάμο. Θα ήταν ακόμα πιο ενθουσιασμένη, αν ο Ντασέν ήταν πιο αρρενωπός τύπος και πιο σωματώδης. Αλλά και πάλι, αυτό δεν ήταν απογοητευτικό, διότι ο Ντασέν δεν ήταν ζηλιάρης.
Στο πλευρό του μικρόσωμου Εβραιοαμερικανού σκηνοθέτη περνούσε μια ακόμη κλίμακα στην ανοδική πορεία της, έστω και χωρίς θριαμβευτικές επιτυχίες. Ο Ντασέν ήταν χρήσιμος, όχι μόνον επειδή ήταν ο ίδιος σκηνοθέτης και μπορούσε να έχει αποφασιστικό λόγο για την επιλογή της στις ταινίες του, ούτε απλώς επειδή ως Εβραίος μιλούσε την ίδια γλώσσα με τους παράγοντες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ήταν κυρίως χρήσιμος διότι, γνωρίζοντας όλα τα μυστικά, μπορούσε να την καθοδηγεί και να την συμβουλεύει πώς θα γίνει πιο διάσημη.
Δεν χρειαζόταν πλέον επικοινωνιολόγους, που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν είχαν φτάσει σε τέτοια σημεία μεθοδικότητας όπως σήμερα. Ο Ντασέν αρκούσε για να κατευθύνει τις δημόσιες σχέσεις της. Στόχευαν λοιπόν δημόσια πρόσωπα πρώτης προβολής για να ανταλλάξουν ένα χαιρετισμό έστω, προκειμένου η Μελίνα να φωτογραφηθεί και να περάσει στις στήλες του διεθνούς Τύπου. Είχαν πολλαπλασιάσει τις κοσμικές εμφανίσεις τους, όπως και τις σχέσεις τους με ανθρώπους των εφημερίδων και των περιοδικών.
Ο Ζυλ Ντασέν, όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες τότε, ήταν αριστερών τάσεων. Η Μελίνα δεν υπήρξε λόγος να ακολουθήσει τα φρονήματα του συζύγου της, αλλά εξακολουθούσε πολιτικά να είναι αδιάφορη, αφιερωμένη στη δική της προσπάθεια, την παγκόσμια καθιέρωση.
Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε με την 21η Απριλίου. Ο Ντασέν άρπαξε την ευκαιρία και έπεισε τη σύζυγό του να εκδηλωθεί ως αριστερή από το εξωτερικό όπου βρίσκονταν. Έτσι θα κέρδιζε την πλήρη δημοσιότητα παγκοσμίως. Και πράγματι αυτό έγινε.
Μέσα σε λίγα 24ωρα η Μελίνα πείσθηκε να εκδηλωθεί «εναντίον της χούντας». Ήταν ικανοποιημένη γιατί για πρώτη φορά αποκτούσε πολιτική ταυτότητα, πρωτίστως όμως διότι έτσι το όνομά της θα περνούσε στα διεθνή δελτία ειδήσεων. Βέβαια τότε δεν φανταζόταν ότι η δικτατορία θα κρατούσε επτά χρόνια, αφού όλες οι εκτιμήσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια ζωής.
Οπωσδήποτε όμως η αντίστασή της γινόταν εκ του ασφαλούς. Διέθετε σπίτια στη Γαλλία και στην Αμερική, ακόμη και στην Ελβετία, καταθέσεις και εισοδήματα. Και εκείνο που είχε σημασία είναι ότι ενώ μέχρι τότε αγωνιζόταν ο Ντασέν να πείσει έναν δημοσιογράφο να της πάρει μια συνέντευξη για τα επόμενα καλλιτεχνικά σχέδιά της, τώρα μια απλή γραπτή δήλωσή της περί χούντας ήταν αρκετή για να περάσει στα καθημερινά δελτία των διεθνών πρακτορείων. Και αν το ίδιο καθεστώς δεν είχε διαπράξει το λάθος να της αφαιρέσει την ιθαγένεια, ίσως η δημοσιότητα αυτή να μην είχε επιτευχθεί τόσο εύκολα.
Πολλοί Έλληνες, πραγματικοί αντιστασιακοί, που θυσίασαν οικογένειες, εργασίες και φυσικά την ατομική ελευθερία τους για να εκφράσουν ό,τι τότε πίστευαν, έμειναν ανώνυμοι. Μπορεί και να πείνασαν ακόμη με την αγνή προαίρεση να πάρουν μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Είναι γνωστό ότι η «εύκολη» αντίσταση γινόταν στο εξωτερικό, όπου κίνδυνοι για την ατομική ελευθερία δεν υπήρχαν, όλο και κάποια δουλειά βρισκόταν ή στη χειρότερη περίπτωση το προϊόν των εράνων, που συγκέντρωναν τον οβολό των αφελών. Υπάρχουν πολλά γκρίζα σημεία για τους συχνούς εράνους που γίνονταν στο εξωτερικό και των οποίων ποτέ δεν αποδόθηκε λογαριασμός μετά τη Μεταπολίτευση. Συγκεκριμένες αναφορές έχουν γίνει για το ΠΑΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Καναδά ή άλλα στελέχη του στην Αγγλία, στην Ιταλία και στη Γερμανία.
Ασφαλώς η Μελίνα δεν είχε κανένα λόγο να επωφεληθεί από το προϊόν τέτοιων εράνων και δεν θα το έπραξε. Εκείνη έκανε άλλο. Επωφελούμενη από τη δημοσιότητά της, ανέπτυξε την καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1971, όταν η δικτατορία έκανε το άνοιγμα προς τις αραβικές χώρες, η Μελίνα και ο Ζυλ Ντασσέν έκαναν το δικό τους προς το Ισραήλ. Ανακοίνωσαν μια παραγωγή νέας ταινίας, στην οποία θα πρωταγωνιστούσε ο γιος του μονόφθαλμου στρατηγού του Ισραήλ Μοσέ Νταγιάν.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Ο Βάσος Μαθιόπουλος στην Κατοχη

Ο Βάσος Μαθιόπουλος επί παντοδυναμίας ΠΑΣΟΚ

Ο πιο ανήλικος δοσίλογος:
Βάσος Μαθιόπουλος
Όχι, δεν είναι ακριβές. Ο γνωστός δημοσιογράφος και αγωνιστής δεν καταδικάστηκε ποτέ ως δοσίλογος (το ότι δεν υπήρξε ποτέ ανήλικος διαψεύδεται). Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διακατεχόταν από το πνεύμα του δοσιλογισμού κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Αν και μαθητής του γυμνασίου είχε καταφέρει να πάρει επίσημη άδεια από το κατοχικό υπουργείο Παιδείας για να εκδίδει το περιοδικό "Ξεκίνημα της Νειότης", που κυκλοφορούσε ελεύθερα στη Μέση Εκπαίδευση προπαγανδίζοντας το γερμανικό πολιτικό μοντέλο. Εννοείται βέβαια ότι την ίδια εποχή άλλοι μαθητές δεν σκέφτηκαν καν να ζητήσουν άδεια για τα έντυπά τους, για τον απλούστατο λόγο ότι συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση και προτιμούσαν να ασχολούνται με τη σύνταξη ή την έκδοση παράνομων εντύπων.

Φωτοτυπία του περιοδικού που εξέδιδε ο Μαθιόπουλος επί Κατοχής, συμμετέχοντας εθελοντικά στην κατοχική προπαγάνδα. Το διάγγελμα του Λογοθετόπουλου στις 30 Ιανουαρίου 1943 έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί είναι το πρώτο που στοχεύει ευθέως το κίνημα Εθνικής Αντίστασης.


Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Κοντιάδης-Λογοθετόπουλος


Στον αγώνα εναντίον του μνημονίου
από τους πρώτους-πρώτους
ο καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης
εγγονός του κατοχικού πρωθυπουργού
Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου...



Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Αγαπητέ κ. Αδιάβροχε...

Ο Παναγιώτης Λιάκος και το μικρόφωνό του.

Αγαπητέ κ. Αδιάβροχε,
Τώρα μόλις θα καταλάβατε τι σήμαινε όταν εκείνο το βλαμμένο έλεγε στις εκλογές του χάους, το 2009, ότι θα κάνει την Ελλάδα Δανία. Όντως, το πέτυχε να το κάνει. Και το χειρότερο είναι ότι νωρίτερα είχε καταφέρει να διαλύσει ολοκληρωτικά την Ελλάδα. Ποιος να το περίμενε; Ποιος να περίμενε τέτοια συνέπεια από ένα σκουπίδι, ένα απόβλητο της τουαλέτας της οικογένειάς του!!!
Αγαπητέ κ. Αδιάβροχε,
Μπορεί να μην σας έχω γνωρίσει ποτέ, μπορεί και να σας έχω γνωρίσει, μπορεί να με θυμάστε, μπορεί και όχι. Πάντως μέχρι τώρα με είχατε υποχρεώσει να ανέχομαι τον Αντ1 για να ακούω την εκπομπή σας, μερικές φορές με βάζατε να ξυπνάω νωρίτερα απ' ό,τι συνήθως και μερικές φορές με βάζατε να βρέχομαι όταν είχε μπόρα, ενώ εσείς και ο εταίρος σας είχατε τα αδιάβροχά σας.
Όμως τον τελευταίο καιρό δεν με είχατε προειδοποιήσει πως ένας συμπατριώτης του αλήστου ληστού Τόμσεν ήταν το νέο αφεντικό σας. Εγώ έβλεπα τα τρέιλερ με την ευειδή κυρία Κυριακού, όλο νάζι όπως πάντα (ειρήσθω εν παρόδω είναι παγκοσμίως η μόνη σύζυγος ιδιοκτήτη ΜΜΕ που τον παντρεύτηκε αρκούμενη στο να έχει την απόλαυση μιας εκπομπής και μόνο, όλα τα άλλα δεν πειράζει), και ειλικρινά πίστευα ότι όλα πάνε καλά. Είχα ακούσει ότι πέρυσι έγιναν γενναίες περικοπές στους μισθούς των δημοσιογράφων και τεχνικών του καναλιού και είχα μείνει ήσυχος ότι όλα πάνε καλά.
Πού να φανταστώ ο δύσμοιρος ότι άκουγα ένα ραδιόφωνο και έβλεπα ένα τηλεοπτικό κανάλι, που  είχε πάψει να ζει με δανεικά και είχε γίνει το ίδιο δανικό. Αυθεντικό από το μακρινό βασίλειο της Δανιμαρκίας, άλλωστε. Ήξερα ότι ο κ. Μηνάς Κυριακού από τα γεννοφάσκια του ήταν βασιλόφρων, ιδίως αφότου έπαψε να είναι εφοπλιστής του κομμουνιστοσυμμοριτισμού και ανύψωσε σημαία του Σίτυ. Που να τολμήσω να φανταστώ ότι ως γνήσιος βασιλόφρων-εθνικόφρων εθελοντικά παρακάλεσε τον κ. Τόμσεν να του στείλει έναν σωσία για να του κάνει οικονομίες;

Αγαπητέ κ. Αδιάβροχε,
Είμαι πολύ θλιμμένος - και δεν είναι σχήμα λόγου.
α) Διότι θα μου λείψετε - έστω και προσωρινά, διότι φαντάζομαι πως κάποιο άλλο ραδιοφωνικό κανάλι θα σπεύσει να σας στεγάσει.
β) Διότι θα πρέπει οριστικά να σβήσω από τη μνήμη του ραδιοφώνου μου τη συχνότητα του Αντ1, μια που ήταν η τελευταία εκπομπή του άλλοτε δοξασμένου καναλιού που παρακολουθούσα. Για το χατήρι σας και μόνο συνέχιζα να το διατηρώ στη μνήμη.
γ) Έχω το άγχος μήπως κοπεί και η εκπομπή της κυρίας Μαρί Κυριακού, οπότε δεν ξέρω πώς θα το αντιμετωπίσω.
δ) Δεν μπορώ να καταλάβω πώς και δεν ακολουθήσατε το παράδειγμα της εκλεκτής συναδέλφου Κας Χούκλη, που τόσο σθεναρά φιλοξένησε την εντελώς υποεκπομπή για τη δραχμή.
ε) Ξέρετε να με πληροφορήσετε πότε κόβεται ο κ. Χαραμής από τη θέση του; Πριν φύγει για διακοπές ή μετά;
στ) Τελικά, αληθεύει η φήμη ότι το βλαμμένο θα προσληφθεί από τον Δανό για να αποδείξει το ταλέντο του, αναλαμβάνοντας να αντικαταστήσει την εκπομπή σας;
ζ) Μεταξύ μας, θα είναι το αληθινό βλαμμένο ή ο Γιώργος Μητσικώστας;
η) Ρε μπας και είναι αλήθεια η φήμη ότι ο Μηνάς περιέπεσε σε αλτσχάιμερ;

Ο νεοδοσίλογος Λιάκος μπροστά στο μικρόφωνο. Τυχαίο; Όχι, απλή συνωνυμία.

Ο καλός Παναγιώτης Λιάκος δεν πρόσεχε τις παρέες του. Αντί να κάνει παρέα με δοσιλόγους, παλαιούς ή νέους, προτιμούσε τους αδιάφθορους και τους αδιάβροχους. Εδώ με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ.

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

κουίζ για τον κουίκ

O πολιτικός Τέρενς Κουίκ
και ο δημοσιογράφος Δημήτρης Ναστούλης



κουίζ για τον Κουίκ:
Υπήρξε ποτέ συνεργάτης του αλήστου μνήμης Δημήτρη Ναστούλη?
Του εκδότη της εφημερίδας "Γεγονότα" και ιδρυτή της οργάνωσης "Νέα Τάξη"?

Ο ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ

Κάρτα του Περικλή Γιαννόπουλου προς τον Ίωνα Δραγούμη, όταν υπηρετούσε στην Κωνσταντινούπολη

Ο Ίων Δραγούμης για
τον Περικλή Γιαννόπουλο



Καταγραφές από το ημερολόγιο του Ίωνα

ΑΠΡΙΛΗΣ 1910
Σήμερα πρωί 8 του Απρίλη είναι σταχτερώτατος ανοιξιάτικος καιρός που θα βρέξει. Κ’ έλαβα από τον Περικλή Γιαννόπουλο ένα χαρτί που λέει: «Τι κρίμα να μη Σας ιδώ. Φεύγω για Θεσσαλίες. Τι κρίμα!» Και αποπίσω έχει από τη ζωηφόρο του Παρθενώνα ένα άλογο που αγρίεψε και πάει να τραβήξει έναν έφηβο που βαστά καλά και δεν το αφίνει να φύγει. Το κεφάλι του νέου είναι χαλασμένο και φαίνεται επάνω στο μάρμαρο μονάχα το σχήμα του ελληνικού κεφαλιού. Τα φορέματα του νέου τα παίρνει ο αέρας. ΦΟΒΟΥΜΑΙ πως ο νέος - ο Περικλής Γιαννόπουλος - νοιώθοντας πως γερνάει και μη θέλοντας να γεράσει, θα κόψει ο ίδιος τη ζωή του...

10 ΑΠΡΙΛΗ
Ο Γιαννόπουλος σκοτώθηκε προχτές την Πέμπτη στη θάλασσα. Έβρεχε εκείνη την ημέρα.
Είναι όμορφη η Αττική νύχτα μα δεν είναι ο Γιαννόπουλος εδώ να την ιδεί, λάμπουν μάταια τα άστρα, μάταια ευωδιάζουν οι πορτοκαλιές του κήπου, και το αηδόνι μάταια τραγουδεί. Μονάχα ο γκιόνης είναι σύμφωνος με την περίσταση, λέει το θλιβερό τραγούδι του ο γκιόνης και δεν είναι μάταιο το τραγούδι του αυτό. Και τα δειλινά, η θλίψη της ομορφιάς των χρωμάτων με πιάνει στο λαιμό, με πνίγει.
Γιατί χάθηκε; Γιατί δεν τα βλέπει πια; Τι λόγο έχουν και υπάρχουν τα πράματα που αγάπησε αυτός, αφού αυτός που τ’ αγάπησε δεν είναι πια εδώ να τα ιδεί; Τι λάμπει το άστρο άσκοπα; Τι φέγγει το φεγγάρι; Τι καίει ο ήλιος; Τι φυσάει τ’ αεράκι τα μεσημέρια; Και βιάζομαι, βιάζομαι τρομερά για να φύγω κ’ εγώ εκεί που πήγε κείνος να κατοικήσει. Μ’ αρέσει ο θάνατος, τον ερωτεύομαι. Τόσο τον αγαπώ που όλα τ’ άλλα μού φαίνονται σαχλά και ανούσια και μέτρια, οι άνθρωποι και τα μικροσυμφέροντά τους και τα μικροκαμώματά τους και όλη τους η μικρότητα και η φρονιμάδα. Βία τρελλή με παίρνει κατά το θάνατο. Πότε να τελειώσω τις δουλειές μου όλες, όσες ανάγκασα τον εαυτό μου να φορτωθεί; Πότε να τελειώσω για να φύγω; Τι όμορφος που είναι ο θάνατος! Πώς με τραβά! Αισθάνομαι αηδία για τα πράματα της ζωής. Και όμως την αηδία αυτή θέλω να τη νικήσω. Θέλω να ζήσω.
Τη βραδειά που έμαθα πως σκοτώθηκε εκείνος, περπατούσα στο δρόμο σα να είχα φτερά στα πόδια μου, γιατί ήμουν μεθυσμένος από την πνοή του θανάτου. Τι τραγική ομορφιά! Πόσο άσχετος είμαι από τα πράματα και τους ανθρώπους που με περιτριγυρίζουν! Πόσο έξω απ’ αυτά είμαι! Και πόσο κόπο κάνω για να νικήσω την αηδία!
Και ήμουν μεθυσμένος και φόρεσα λουλούδια, γιατί λουλούδια και κείνος θα φορούσε αν ζούσε, και θα ήθελε και κείνος να μη γιορτάσει κανείς το θάνατό του αλλοιώς παρά με λουλούδια και με γέλοια και χαρά. Μα η χαρά εκείνη η τρισμεγάλη, η βαθύτατη, η ηδονική, η τραγική χαρά της μέθης του θανάτου, είναι ο πόνος, ο πόνος που φτάνει ως την ηδονή!
Και έξαφνα χτες το βράδυ με πλάκωσε το βάρος το τρανό μιας λύπης μολυβένιας που δε λέγεται, και έσκυβα το κεφάλι κάτω και όταν μιλούσαν οι άλλοι, δε μ’ έμελε τι έλεγαν, και περπατούσα ίσια μπροστά μου με σκυμμένο κεφάλι και δεν ήξερα πού πήγαινα. Και ό,τι έβλεπα ήτανε παράχορδο και ό,τι άκουα ήτανε κοινό και ήθελα να ξεράσω.
Αγόρασα μιαν εφημερίδα που ένας φίλος μου έγραφε κάτι όμορφα για κείνον λόγια και το διάβασα, δυο, τρεις, τέσσερεις φορές - κι όλο τα ίδια πάλι.
Στην Ακρόπολη πρωί της Κυριακής ανέβηκα. Εκείνη την ημέρα ήτανε να γυρίσει η αγαπημένη μου, μα ο αγαπημένος μου εκείνος είχε πεθάνει. Και έκοψα μια παπαρούνα, που την ονόμαζε εκείνος «το άνθος της Περσεφόνης» και μια μαργαρίτα, στην πόρτα της Ακρόπολης και ανέβηκα γρήγορα τα μαρμάρινα σκαλιά και έβαλα στους βράχους τους λαξευμένους μπροστά στον Παρθενώνα τα λουλούδια αυτά! Και κείνη την ώρα κι όλο το πρωί εκείνο έτρεμε η ψυχή μου από συγκίνηση άφραστη. Ήταν σε συνουσία με την ψυχή τη δική μου...
Ο Γιαννόπουλος μου είπε τώρα τελευταία πως η μορφή μου κόβει σα σπαθί και ότι πρέπει, τώρα που η ένταση της ζωής μου είναι στο κατακόρυφο, να με ζωγραφίσει κάποιος. Του είπα πως δε μ’ αρέσει να διαιωνίζω τη μορφή μου.
Ένοιωθε πως ήρχουνταν τα γερατειά και δεν ήθελε να χάσει τα νειάτα του. Κάπου κάπου έλεγε: «Δε θέλω να σέρνομαι σαν τους άλλους». Και ήταν μια περιφρόνηση τόσο όμορφη μέσα στα λόγια του.
Από τότε που πέθανε, αισθάνομαι: α) Πείσμα για να κάνω εκείνα που πάντα ήθελα β) Πίστη σε ό,τι δεν είναι κοινωνικό αίσθημα γ) Αγάπη έντονη για τη φυλή μου δ) Λύπη που δε βλέπει εκείνος την Αττική που μάταια παρουσιάζει την καλλονή της ε) Ελευθερία, ελευθερία απεριόριστη, σα να φυσούσε ένας μεγάλος άνεμος, και σα να ήμουν εγώ αυτός ο άνεμος, και σα να ήμουνα μέσα του και τον άκουγα. Τίποτε δε με νοιάζει από κείνα που λεν οι άνθρωποι για μένα. Κατέχω τον εαυτό μου. Ο θάνατος του Γιαννόπουλου στερέωσε τον εαυτό μου. Ήταν από την αρχή ως το τέλος αληθινός, ακέριος. Πίστευε ό,τι έκανε και έκανε ό,τι πίστευε. Βλέπω τη ζωή του σα να ήταν η μορφή του. Με το σταμάτημα που έκανε της ζωής του μου έδωσε ολόκληρη την εικόνα του, τη μορφή του και όλα τα χρόνια, όλες τις μέρες, όλες τις ώρες, όλες τις στιγμές της ζωής που έζησε. (Effet de perspective). Με το θάνατό του το θεληματικό, περιόρισε τη ζωντανότητά του μέσα σε χρονικά όρια και ξεφύτρωσε για μένα η μορφή του και η ένταση της ζωντανάδας του ακέρια, η δύναμή του ολάκερη. Και είδα σαν δράμα την ψυχή του καθάρια. Ω βράχοι της Πνύκας που περιδιαβάζαμε άλλοτε, τι μελαγχολία έχετε! Εκεί στεκόμαστε και από κει βλέπαμε τον κόσμο, και λαχταρούσαμε για μια φυλή όμορφη, πανόμορφη σαν τη φυλή που γέννησε τον πολιτισμό τον Ελληνικό.
Ω κρίσες μικρότατες των ανθρώπων. Όλοι τώρα θέλουν να δείξουν πως κάτι ξέρουν. Όλοι θέλουν να φανούν ανώτεροι εκεινού που απόθανε επειδή δεν ήταν άνθρωποι άξιοί του...
Και όταν την Πέμπτη εκείνη έλεγα του αδελφού μου πως θα σκοτωθεί, ο αδελφός μου αποκρινόταν: «Μα ήταν γελαστός προχτές που τον είδα». Και όταν την ίδια μέρα έλεγα ενός φίλου του πως θα σκοτωθεί, ο φίλος του αποκρίνουνταν: «Μα τον είδα χτες στην πλατεία και φορούσε παπαρούνες». Και δεν πίστευαν εκείνο που πίστευα εγώ, ότι θα σκοτόνουνταν. Εκείνη την ημέρα ήταν πεθαμένος.
-Μου φαίνεται πως τώρα που έφυγε κείνος, είναι ανάγκη να φορτωθώ όλα τα βάρη εκείνου. Και γι’ αυτό έχω πολλή δουλειά, πάρα πολλή δουλειά. Ούτε μια στιγμή της ζωής μου δεν πρέπει να χάσω...

(Ιούνιος)
Ήταν στη φυσιολογική του κατάσταση τέλεια ευχαριστημένος έξω στη φύση την αττική, χαϊδεμένος από τον αέρα, από τη ζέστη την καλοκαιρινή, από την ευωδία της γης, των φυτών και των δέντρων...
Πολιτική και κοινωνική ενέργεια. Στην πολιτική του ενέργεια μάζευε τους πολλούς, το μεγάλο κύκλο των ανθρώπων της φυλής του. Στην κοινωνική του ενέργεια μάζευε γύρω του το λεπτότερο, το μικρότερο κύκλο, τον κύκλο των διανοητικών ανθρώπων της φυλής του. Και έτσι ήταν πλήρης και ακέριος.

(Δεκέμβριος)
Χτες, στην Ακρόπολη, περπάτησα στον ήλιο του δειλινού, που περνούσε ανάμεσα στις κολόνες του Παρθενώνα, και ήταν ζέστη και ήταν ομορφιά. Βράχια τριανταφυλλιά και μάρμαρα χρυσά, καθαρότητα. Θύμηση του Γ. που πάντα κοντά τους έζησε.
(Από τα «Φύλλα Ημερολογίου», Δ’ 1908-1912, Εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985).






Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ - του Μ. Παπαστρατηγάκη



Μιχαήλ Π. Παπαστρατηγάκη


Ο Περικλής Γιαννόπουλος
όταν έτρεχε να ανταμώσει τον θάνατο καβάλα πάνω στο άλογο

Μια σκιαγραφία του


Μ. Παπαστρατηγάκης
Μιαν απριλιάτικη ημέρα, 10 του μηνός, η Αθήνα του 1910 εδιάβασε στις εφημερίδες φήμες για την αυτοκτονία ενός Αθηναίου λογίου. Την άλλη μέρα η αλήθεια συνετάραξε την πνευματική Αθήνα. Ο Περικλής Γιαννόπουλος, καβάλα σ’ ένα άλογο, ανθοστεφανωμένος, αυτοκτόνησε με περίστροφο, στα νερά του Σκαραμαγκά.
Πριν φύγει απ’ τη ζωή είχε φροντίσει να σκίσει πολλές φωτογραφίες του και να γράψει γράμματα σε συγγενείς του. Σε έναν απ’ αυτούς, στον τότε επίλαρχο Κ. Κρίτσα έγραφε: «Λοιπόν, ναι. Αυτό ήτο. Μια φορά που ευρέθην αληθινά ευτυχής ήθελα να εξασφαλίσω για πάντα την ευτυχία μου. Και η μόνη δυνατή εξασφάλισις είναι ο ύπνος...».
Κ’ ύστερα έδινε εντολές:
«...Αν το νερό βγάλη το σεπτόν μου σκήνωμα! εις την ακτή Σκαραμαγκά, να μη τύχη και το μαζεύσουν κι αρχίσουν την συζήτησι και το ξεκοιλιάσουν για να ιδούν τι συνέβη και Σας το φέρουν πίσω και το μασκαρέψουν κατά τα βλακώδη ανθρώπινα. Φρόντισε, Κώστα, κατ’ ουδένα λόγον να μη συμβή αυτό. Αλλά αν το βγάλη το νερό να το ξανασπρώξουν μέσα, να τ’ αφήσουν στο νερό, που θέλησε ο νοικοκύρης του να το βάλη. Άλλη μια πέτρα στο λαιμό γερά δεμένη είναι όλο-όλο που ζητώ...».
Οι εντολές του δεν έγιναν σεβαστές. Όταν η θάλασσα, ύστερ’ από δεκατρείς μέρες, εξέβρασε το πτώμα του ο αστυνόμος της περιοχής διέταξε να το μεταφέρουν στην εκκλησία. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Όμως, εν τω μεταξύ, «χείρες αβραί» δύο κυριών, που είχαν φθάσει από την Αθήνα, το είχαν ανθοστολίσει...

ΕΚΕΙΝΟΣ...

Αυτός ήταν ο Γιαννόπουλος. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης σ’ ένα άρθρο του στην «Ακρόπολι», με την υπογραφή «Έλλην» και με τον τίτλο «ΕΚΕΙΝΟΣ», έγραφε:
«Τις ήτο ο Περικλής Γιαννόπουλος ο θαλασσοκτονήσας. Τις δύναται να το ειπή; Ο γράφων, όστις τον εγνώρισε από εικοσαετίας, τόσον ήτο εις θέσιν να τον καταλάβη, όσον ένας γάιδαρος γκαρίζων δύναται να αντιληφθή Μπετόβεν. Δι’ εμέ ήτο ο εξοχώτερος των νέων Ελλήνων. Όχι των από του 1821 μόνον, αλλά των μετά τους Αλεξανδρινούς και εντεύθεν. Διά το πλήθος των Ρωμιών ήτο ένας άγνωστος. Διά το άνθος των ημιμαθών μας ένας περίεργος. Διά μερικούς λογίους χαμάληδες ένας λιβελλογράφος.
Πάρτε τώρα όλας αυτάς τας κρίσεις και βγάλτε ζουμί. Και πιέτε το. Επιτρέψατε, όμως, και εις τον γράφοντα να τον υπολαμβάνη ως τον ύπατον των νεωτέρων Ελλήνων».
Και το άρθρον, που ήταν ένας ύμνος στο έργο και τις πνευματικές προθέσεις του Γιαννόπουλου, ετελείωνε με μια φράση εξαίσια:
«Και επήδησεν εις το καθάριον κύμα ανθοστεφάνωτος, ο Απόλλων του Γαλανού, ο Απόλλων της Αναγεννήσεως».
Και ήταν, αληθινά, απολλώνεια η μορφή του. Τα μάτια του, τα ολογάλανα, ακτινοβολούσαν «υπερφυσική γοητεία».
«Το πρόσωπό του, έγραφε ακόμη ο Γαβριηλίδης, ελούετο εις μειδίαμα, το οποίον θα εφθόνει πάσα Χάρις. Ως δε ενεδύετο απολυτελέστατα μεν, αλλ’ ως καλλιτέχνης του ρυθμού και του ήθους, εξεχώριζεν από όλους, δεν εταυτίζετο με κανένα, δεν εδάνειζε τίποτε εις κανένα. Ήτο ΑΥΤΟΣ».
Με πόσην ειλικρίνεια και αλήθεια τον έκλαψε ο Ιωάννης Κονδυλάκης (Διαβάτης) εις το «Εμπρός» (13 Απριλίου 1910):
«...Το επερίμενα διότι τον εγνώριζα. Ο Γιαννόπουλος δεν ήτο δυνατόν να φύγη κατά διαφορετικόν τρόπον από την ζωήν. Ν’ αποθάνη εις την κλίνην του από γεροντικήν εξάντλησιν, ήτο αδύνατον...
...Έζη εις την λατρείαν της Ελληνικής Φύσεως και της Ελληνικής Τέχνης, εις τας οποίας, κατά την αντίληψίν του, συνοψίζονται τα υψηλότερα και θειότερα ιδεώδη. Και αυτήν την λατρείαν την ήθελε να εκφράση εις τον βίον και εις το έργον του... Ο Υμηττός και η Πεντέλη ήσαν δι’ αυτόν άλλοι Παρθενώνες. Παντού της Αττικής σχεδόν έβλεπε τας εξαισίας αρμονίας των αρχιτεκτονικών και των γλυπτικών μνημείων της αρχαιότητος. Και εις το θείον τούτο περιβάλλον ήθελε να ζη ως προσκυνητής ένθους και ως ιεροφάντης.
Όταν κατ’ αρχάς τον εγνώρισα, ενόμισα ότι η προς την αρχαίαν τέχνην λατρεία του ήτο ψευδεπίδειξις, και κάθε άλλο ή σοβαράν και αγαθήν ιδέαν εσχημάτισα περί αυτού. Αλλ’ έπειτα τόσον επείσθην περί της ειλικρινείας του, ώστε δεν εγέλασα ούτε όταν τον ήκουσα να λέγη μίαν ημέραν ότι ήθελε να είχε κατοικίαν παρά την Ακρόπολιν «για να βρίσκεται κοντά στη δουλειά του».
Η δουλειά του ήτο ν’ αναβαίνη εις την Ακρόπολιν. Και ανέβαινεν ως προσκυνητής και ως μελετητής των θείων μαρμάρων».

Η ΑΝΑΤΟΛΗ

Άλλος φίλος του, ο Δημήτριος Καμπούρογλου, ιστορικός των Αθηνών, ο αλησμόνητος αθηναιολάτρης, τον εθεωρούσε «ως τον τελευταίον Αθηναίον των καλών χρόνων». Και ακόμη «ως ένα πλόκαμον κισσού ερπίζοντα επάνω εις αρχαίον μάρμαρον»:
«Όταν έβαζε – έγραφε – λευκά γάντια και φορτωμένος από άνθη ανήρχετο εις την Ακρόπολιν διά να προσευχηθή εις τον ναόν του υπάτου Κάλλους, ο τόπος του φρονίμου εξωτερικού και των πρακτικωτέρων σκέψεων τον εθεώρει ακαταλόγιστον».
Ήτο, είπεν ακόμη ο Καμπούρογλου, «φύσις καλλιεργημένη πολλών αιώνων». Δεν είχεν άδικον. Η καταγωγή της μητέρας του εκρατούσε από τη βυζαντινή οικογένεια Χαιρέτη.
Κάτι ακόμη. Ο Σικελιανός τον έκλαψε στον «Απολλώνειο Θρήνο» του, που άρχιζε με τον στίχο: «Κλάψτε τον ωραίο Ιππόλυτο!...».
Μα κι οι παραφωνίες δεν έλειψαν.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα τον Φεβρουάριο του 1870. Ο πατέρας του Ιωάννης Γιαννόπουλος ήταν γιατρός. Ύστερα από την πρώτη μόρφωσή του στην Πάτρα, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σ’ ένα χρόνο φεύγει για το Παρίσι και συνέχισε εκεί, για δυο ακόμη χρόνια τη σπουδή του στην ιατρική. Όταν πέθανε ο πατέρας του, αφήνει την ιατρική και γυρίζει την Αθήνα. Γράφεται στη Νομική χωρίς να φοιτήσει όμως ποτέ.
Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον ποιητή Ζαν Μωρεάς. Ήταν η εποχή του συμβολισμού. Διαβάζει Μαλλαρμέ και Μπωντελαίρ. Κάνει τη ζωή του. Έχει κατακτήσεις. Γλεντάει. Το 1893-1895 γράφει στην εφημερίδα «Άστυ» πεζά, ποιήματα.
Όταν αποφάσισε να αφήσει τη ζωή, έκαψε πολλά χειρόγραφά του. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν ότι χάθηκε η «Αρχιτεκτονική» του. Έμειναν όμως μερικές μελέτες του για την Ελληνική Αναγέννηση (1903), τη «Σύγχρονη ζωγραφική» (1902), την «Ελληνική γραμμή» (1903), το «Ελληνικόν χρώμα» (1904), «Προς τους καλλιτέχνες μας» (1903). Οι μελέτες αυτές είχαν δημοσιευθεί σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Το 1906 έδωσε το «Νέον Πνεύμα» και το 1907 δημοσιεύθηκε η «Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν».

ΑΝΑΓΕΝΝΗΤΗΣ

Λοιπόν, τι ήταν αυτός ο απολλώνειος την μορφήν και ολόφωτος και λάμπων ως ο αττικός ήλιος την ψυχήν και το πνεύμα, Περικλής Γιαννόπουλος; Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, από το 1906 ακόμη έδωσε ένα περίφημο χαρακτηρισμό του έργου του, στη «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας:
«...Ό,τι κάμνει διά την Ζωγραφικήν, το αυτό και με την Αρχιτεκτονικήν, Γλυπτικήν, Ποίησιν, το Διήγημα, Δράμα, την Γλώσσαν κλπ. Εξετάζει πώς είναι έκαστον και μας διδάσκει πώς έπρεπε να είναι... Και ολίγον κατ’ ολίγον, αρχίζων από την Τέχνην, περνών εις την Γλώσσαν, προχωρών εις την Κοινωνίαν και καταλήγων εις την Πολιτείαν, συμπληρώνει εν σύστημα καθολικής ελληνικής αναγεννήσεως πάντοτε επί τη βάσει της ιδίας αρχής και βάσεως, φύσει δε μεγαλοϊδεάτης με πίστιν ακλόνητον εις την αξίαν και δύναμιν της αθανάτου φυλής καταστρώνει το μέγα σχέδιον και ρίπτει το στερεόν θεμέλιον του ονειρευμένου νεοελληνικού πολιτισμού του, μεγάλου ως ο αρχαίος, μεγαλυτέρου από κάθε άλλον σημερινόν».
Ήταν, λοιπόν, ένας ουτοπιστής, με ζέουσαν φαντασίαν; Ο Έλληνας απάνω απ’ όλους. Ο Ευρωπαίος ήταν, γι’ αυτόν, «βάρβαρος» ή «ανθρωποειδής». Μόνον η Ελλάδα κατάφερε να παράγει ανθρώπους. Αυτό επίστευε. Και το επίστευε και το εκήρυξε με όλη τη δύναμη της ωραίας ψυχής του. Δεν έγραφε, αλλά εκάλπαζε. Κάθε λέξις του και κεραυνός... Εσφυροκοπούσε το ελληνικό μυαλό για ν’ αντιληφθεί τη θέση του και τον προορισμό του μέσα στην ανθρωπότητα. Εμαστίγωνε μέχρις αίματος τον Ρωμιό για τον κάνει Έλληνα και για να πιστέψει πως είναι ανώτερος απ’ όλους τους άλλους.
«Δεν θα κρίνετε Σεις οι Φράγκοι – έγραφε – τα χθεσινά αγριογούρουνα Εμάς, αλλ’ εμείς θα κρίνωμεν Σας και τον πολιτισμόν σας».
Αυτή τη φράση επήρε κάποιος κριτικός για να θεμελιώσει μιαν ανοησία. Ότι, δηλαδή, ο Γιαννόπουλος έπασχε, όπως όλοι οι Βαλκάνιοι, από το «σύμπλεγμα κατωτερότητος» και «ως άτομα και ως έθνη». Αντίθετα. Ο Γιαννόπουλος είχε το αίσθημα της ανωτερότητος. Και ο τρόπος που διακήρυξε τις ιδέες του, ο φλογερός, που έμοιαζε με καλπασμό και με μαστίγωμα, δεν δείχνει τον άνθρωπο που ήθελε να ξεφύγει από την κατωτερότητα, αλλά εκείνον που πίστευε στη δική του υπεροχή, στην υπεροχή του. Εζητούσε – γιατί την θεωρούσε απαραίτητη – μια πνευματική και εθνική επανάσταση, βαθύτατη, που θα είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων αξιών.
«Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ του Έλληνος εις τον Κόσμον αυτόν – έγραφε στην «Έκκληση» – ήτο και είναι εις κάθε εποχήν, ΣΗΜΕΡΑ και ΑΥΡΙΟΝ. Ο εξανθρωπισμός της Οικουμένης. Και επειδή το ΓΕΓΟΝΟΣ είναι αυτό, πρέπει να σταθήτε να Σας γδάρουν τα ρούχα, το πετσί, να Σας πλύνουν τις ιδέες, να Σας μπουγαδιάσουν το Μυαλό για να ιδήτε τον Εαυτό Σας και το δρόμο Σας».

ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ έχει βαρύτατα «υπεράνθρωπα καθήκοντα» να εκτελέσει. Διαφορετικά δεν έχει το δικαίωμα να φέρει το όνομα ΕΛΛΗΝ. Για τον Γιαννόπουλο όταν το Ελληνικόν Ιδανικόν «ετελειώθη διά των Αθηνών», τότε εσήμανεν η ώρα για ν’ αρχίσει πραγματικώς η Ελληνική Ιστορία. Και τότε άρχισε «η αληθώς τρισμέγιστη Αποστολή του Έλληνος εις τον Κόσμον, που είναι ο εξανθρωπισμός της Οικουμένης».
«Ο Αλέξανδρος αρχίζει την πραγματική ελληνική ιστορία.
Ντροπή Σας να συζητάτε με τον Σκυλόφραγκο, αν η Μακεδονική Σας Γη είναι δική Σας Γη. Και να τον πείσης, δεν τον πείθεις το Ληστή. Ή μόνος του ή με τους Σμπίρους βάλτους θα προσπαθήση να Σας πάρη κάθε Γη.
Οι Πολιτισμοί που Σας έμαθαν οι Δασκαλοτσούσιδες να προσκυνάτε μπρούμυτα, Σας καμπανίζουν κατάμουτρα με άγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ!
Και είναι ανήθικον και άσκοπον και το να Σας δώσουν και το να δεχθήτε τι. Και να σας δώσουν, αν είσθε Σάπιοι, ο πρώτος Δυνατός θα Σας το πάρη. Το Ηθικόν είναι αν είσθε Σάπιοι, να Σας ξεσπιτώσουν και καθαρίσουν τη Γη. Φυλάτε τη Γη Σας και την Τιμή της, μόνο με Σπαθί...».
Το ελληνικό φως έπρεπε να διαποτίσει τη σκέψη και τη θέληση όλων, του ζωγράφου, του γλύπτου, του μουσικού, του πολιτικού, του κάθε πολίτου, αν ήθελε να είναι Έλληνας κι αν είχε πιστέψει στον προορισμό του. Ήταν καταλυτής; Ήθελε την αναδημιουργία, την ανάπλαση από την αρχή, από τα θεμέλια. Θα είναι αδύνατον να βαδίσει προς τα εμπρός η Φυλή χωρίς να υπάρξει, όπως έγραψε, νέον πνεύμα, νέον ιδανικόν, νέα πίστις, νέα σημαία.
«Όχι, όχι, όχι. Ούτε αυτή δυνατόν να είναι η Ελλάς ούτε αυτοί να είσθε σεις. Και η φυσική Ελλάς είναι άλλη και σεις οι ίδιοι είσθε άλλοι. Αλλά το κλέφτικον αναρχικόν κρασί και το φράγκικον παλιόκρασον με το δυνατώτατον αλκοόλ, που πίνετε ακόρεστα, εξετίναξαν και αυτής και τα δικά σας μυαλά».
Ο Παύλος Νιρβάνας είχε πει στον Άριστο Καμπάνη, πως ο Περικλής Γιαννόπουλος «προφεσσάρει τον Ελληνισμόν κατά τον μάλλον ανθελληνικόν τρόπον. Με την οργήν, με την τρικυμίαν, με την φραστικήν καταιγίδα». Αληθινά, αυτός ο θαυμαστής του αττικού κάλλους, των κλασσικών γραμμών, ο εραστής του Αττικού φωτός, που λάτρευεν ακόμη και το αττικό αγκάθι για την νταντελένια του ομορφιά, όταν έγραφε λησμονούσε την αττικήν λιτότητα. Ορμούσε σαν χείμαρρος. Μέσα στο κήρυγμά του υπάρχουν λυρικές σελίδες περίφημες. Μοιάζουν με ηλιαχτίδες που περνούν μέσα από τα σύννεφα μιας θύελλας. Άλλωστε οι προφήτες και οι απόστολοι δεν μιλούν πάντοτε με τη γλώσσα της καλωσύνης και της αγαθότητας. Μαστιγώνουν πολλές φορές. Και μαστιγώνουν ανελέητα.
Γιατί εθαλασσοκτόνησε; Έγραφε ο Γαβριηλίδης:
«Διατί απέθανε; Διότι δεν τον ήθελεν η Γη η Ελληνική. Δεν τον εσήκωνεν η Κοινωνία η Ελληνική. Τον απηχθάνετο η Ζωή η Ελληνική. Τον έτρεμε ως πολύ άγριον χειρουργόν η Φθίσις η Ελληνική. Τον εμίσει τον ερίγδουπον Ποσειδώνα η Τελματίτις η Ελληνική. Μεταξύ αυτού του Μεγάλου και της συγχρόνου Ελληνικής Μικρότητος, γέφυρα δεν ηδύνατο να ζευχθή».
Αυτή είναι η μια άποψη. Αργότερα φανερώθηκε η αλήθεια για τας «αβράς χείρας» που τον ενεκροστόλισαν στην εκκλησία του Σκαραμαγκά. Ήταν η ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου, η Σοφία του, η λατρεία του, που ζει με την ανάμνησή του στην Καλλιθέα, και μία φίλη της. Είχεν έρθει από το Μόναχο ύστερα από ένα γράμμα. Της έστελνε «ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη», που την άφηνε για πάντα...
Θα ’πρεπε πολλλά να ειπωθούν ακόμη. Μα ο χώρος δεν το επιτρέπει. Αλλά, πάντως, όταν θυμηθούμε την εποχή που ’γραψε τα δύο του έργα, την «Έκκληση» και το «Νέον Πνεύμα», θα δικαιολογήσουμε τους θυμούς του. Έγραφεν ύστερα από εκείνο τον άτυχο πόλεμο του 1897, που τον είχε πληγώσει σαν Έλληνα. Είχεν, έπειτα, αρχίσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Ο Παύλος Μελάς είχε δώσει το αίμα του. Κι ο Γιαννόπουλος ήθελε να ξυπνήσει την εθνική συνείδηση, έστω και με το μαστίγωμα. Ήξερε πως δεν τον καταλάβαιναν. Το είχε ομολογήσει. Μα αυτό του άναβε περισσότερο τη φωτιά στην ψυχή του. Ήθελε με το μεγάλο μήνυμά του να θεμελιώσει τον Ελληνισμό του μέσα στην ψυχή των Ελλήνων. Δυο χρόνια ύστερα από τον θάνατό του ανάτειλαν οι θρίαμβοι του Δώδεκα. Το είχε φωνάξει, προφήτης και απόστολος: «Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ»!

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

ΠΙΚΡΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΙ SAVITRI DEVI

Ο πρώτος εργοδότης

της Μαξιμιανής Πορτάση

(της "Ιέρειας του Χίτλερ")

λεγόταν Όθων Πικραμμένος...


Αφιερωμένο στον Παναγιώτη Χιωτέλλη


Μέσα στις περίεργες συμπτώσεις της μικρής ιστορίας θα πρέπει να εντάξουμε και την περίπτωση της  Μαξιμιανής Πορτάση, γνωστότερης ως Savitri Devi ή και με τον προσδιορισμό "Ιέρεια του Χίτλερ", κατά την πρώτη εγκατάστασή της στην Ελλάδα. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όταν η γεννημένη το 1905 στη Γαλλία Πορτάση ήρθε για διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν η εποχή που ο Άγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού οργάνωναν τις πρώτες Δελφικές Γιορτές. Σ' αυτές έλαβε και εκείνη μέρος, συνδέθηκε με πρόσωπα που ανήκαν στον στενό κύκλο του Σικελιανού και προσελήφθη στη σύνταξη της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του "Πυρσού". Πρώτος εργοδότης της ήταν λοιπόν ο Όθων Πικραμμένος, κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, γιος του Πατρινού δικηγόρου και σταφιδέμπορου Τάκη Πικραμμένου.
Για την Μαξιμιανή, που είχε πεισματικά αποφασίσει να έρθει στην Ελλάδα για το διδακτορικό της μεν, το οποίο όμως είχε ως θέμα την ιδεολογική διάσταση του νεώτερου Ελληνισμού, η γνωριμία αυτή δεν είχε απλώς επαγγελματική βάση. Επικρατούσα μορφή στη διδακτορική της έρευνα ήταν ο Ίων Δραγούμης, αλλά ήταν αυτονόητο πως δεν ήταν αμέτοχος ο άλλος πυλώνας, ο Περικλής Γιαννόπουλος. Και εδώ θα επισημάνουμε μια άλλη περίεργη σύμπτωση: Στενός συγγενής του Όθωνα Πικραμμένου ήταν εξ αίματος ο Περικλής Γιαννόπουλος!
Η Μαξιμιανή Πορτάση υπήρξε εσωτερική συντάκτρια για την εγκυκλοπαίδεια του "Πυρσού" και πολλά από τα δημοσιευμένα άρθρα φέρουν την υπογραφή της, ενώ έγραψε και άλλα ανώνυμα. Το εισόδημά της από την εργασία αυτή ήταν επαρκές για να συντηρηθεί στην Αθήνα και να πραγματοποιήσει διάφορα ταξίδια σε αρχαιολογικές τοποθεσίες πλην των Δελφών. Ανάμεσα στις διάφορες προσωπικότητες που γνώρισε τότε στην Αθήνα ήταν και η πρώτη Ελληνίδα ξεναγός Μαρίκα Βελουδίου, με την οποία παρέμεινε φίλη μέχρι το τέλος της ζωής της.
Κορνήλιος Καστοριάδης
 Όταν μετά από πολλά χρόνια, το 1968, επανήλθε στην Ελλάδα, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Υπήρχε μια δικτατορία εδώ. Στη Γαλλία είχε κορυφωθεί μια επανάσταση εκ των κάτω, ιδεολογικά επενδυμένη με τη συμβολή ενός Έλληνα φιλόσοφου, του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο οποίος δεν θα διστάσει, έστω και στο τέλος της ζωής του, να μιλήσει με ευγνώμονα λόγια για τη δασκάλα του, την επίσης ελληνικής καταγωγής Σάβιτρι Ντέβι ή Μαξιμιανή Πορτάση. Εξ όσων γνωρίζουμε, κατά τη δεύτερη εγκατάστασή της στην Ελλάδα, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη, η "Κόρη του Ήλιου" έζησε φτωχικά κερδίζοντας τα προς το ζην με την παράδοση μαθημάτων ξένων γλωσσών. Συναντήθηκε πολλές φορές με τη Μαρίκα Βελουδίου και με άλλα πρόσωπα που γνώριζε από τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεν υπάρχει καμιά αυθεντική μαρτυρία ότι είδε και μίλησε με τον Όθωνα Πικραμμένο. Εκείνος τότε ήταν 67 ετών, όσο δηλαδή ήταν και ο γιος του όταν έγινε υπηρεσιακός πρωθυπουργός τον Μάη του 2012...

ΕΝΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΡΙΜΗΣ...

Ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Δημήτρης Τρίμης
και ένας δημοσιογράφος Τρίμης
από τα χρόνια της Κατοχής...
Ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Δημήτρης Τρίμης ποζάρει στο προεδρικό γραφείο. Είχε άραγε καμιά σχέση με έναν κατοχικό δημοσιογράφο ονόματι Γεώργιο Τρίμη; Τι έχουν να πουν οι πάλαι ποτέ ιστοριοδίφες "Ιοί" της πάλαι ποτέ "Ελευθεροτυπίας"; Τι είδους "ανάρμοστη διαγωγή κατά την Κατοχή" είχε επιδείξει ο Γεώργιος Τρίμης και μαζί με τη Σίτσα Καραϊσκάκη και άλλους δημοσιογράφους της εποχής εκείνης για να διαγραφούν από την Ένωση Συντακτών Περιοδικού Τύπου (βλ. εφημερίδα "Ριζοσπάστης" 17.11.1944); Τι σχέση είχε ο Γεώργιος Τρίμης με τον απότακτο αξιωματικό του κινήματος του '35 Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας; Τι σχέση είχε ο ίδιος με το κατοχικό υπουργείο Εργασίας και με τους συνδικαλιστές τύπου Καλομοίρη και Καλύβα; Υπάρχει συγγένεια ανάμεσα στους δύο δημοσιογράφους Τρίμηδες;






































[ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ Δ. ΤΡΙΜΗ ΑΝ ΔΟΘΕΙ]




























































[ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΝ ΔΟΘΕΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ]




Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Γεώργιος Σημίτης, Μερκούρης και Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα


Ο πατέρας Σημίτης σύμβουλος επί Κατοχής
του Γεωργίου Μερκούρη, του αρχηγού του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος!

Ο Γεώργιος Σημίτης με τον Άρη Βελουχιώτη στους δρόμους της Λαμίας.
Το αρχικό καταστατικό του κόμματος που ίδρυσε ο Γεώργιος Μερκούρης.

Ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος ανέλαβε επί Κατοχής διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Ήταν ο κατοχικός προστάτης του Γ. Σημίτη, στενού φίλου του.

Ο Ιωάννης Μεταξάς, συνοδευόμενος από τον Θεολόγο Νικολούδη. Ο πατέρας Σημίτης έτρεφε βαθύ θαυμασμό για τον δικτάτορα της 4ης Αυγούστου.

Ο Κώστας Σημίτης στα πρώτα χρόνια της πολιτικής σταδιοδρομίας του.



Του Δημοσθένη Κούκουνα

Αν κάποιος ευφάνταστος μπορούσε να αναρωτηθεί τι το κοινό είχαν ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Γεώργιος Μερκούρης και ο Άρης Βελουχιώτης, δύσκολα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα πρόσωπο: τον Γεώργιο Σημίτη. Πρόκειται για τον πατέρα του πρώην πρωθυπουργού και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, μεγαλοδικηγόρου τρίτης γενεάς.
Και για τα τρία προαναφερθέντα ιστορικά πρόσωπα, εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους, ο πατέρας Σημίτης έτρεφε θαυμασμό και σεβασμό. Ήταν τα πρότυπά του προφανώς και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ανατράφηκε ο μετέπειτα επί οκταετία πρωθυπουργός.
Ο Γεώργιος Σημίτης ήταν μεγαλοδικηγόρος του Πειραιά. Ο Σπυρίδων Σημίτης (παπούς του σημερινού πολιτικού) είχε γεννηθεί το 1872 στην Αθήνα και πέθανε το 1914. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, το 1896 (σε ηλικία 24 ετών) εξελέγη υφηγητής του εμπορικού δικαίου και αργότερα, όταν ο Ελευθ. Βενιζέλος είχε έρθει στην Αθήνα και είχε γίνει πρωθυπουργός, ο Σπυρ. Σημίτης τοποθετήθηκε πρόεδρος της επιτροπής για τη σύνταξη του εμπορικού κώδικα. Είχε συντάξει επίσης το καταστατικό του πρώτου εμπορικού επιμελητηρίου που ιδρύθηκε στην Ελλάδα (Πειραιώς), του οποίου μάλιστα υπήρξε νομικός σύμβουλος μέχρι τον θάνατό του.
Και οι δύο γιοι του, ο Γεώργιος και ο Αντώνιος, έγιναν επίσης δικηγόροι και διαδέχθηκαν τον πατέρα τους επαγγελματικά. Ο Γεώργιος Σημίτης είχε γεννηθεί στον Πειραιά το 1899, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έγινε διδάκτορας το 1928, ενώ το 1936, σε ηλικία 37 ετών, εξελέγη υφηγητής του εμπορικού δικαίου, όπως και ο πατέρας του. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, εμφανίσθηκε σφόδρα βασιλικός και θαυμαστής του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, επιτυγχάνοντας μάλιστα το 1940 να διορισθεί από τον τελευταίο με συνοπτικές διαδικασίες ως καθηγητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής. Έκτοτε διατηρούσε τον τίτλο του «καθηγητή», αν και μόνο για τρία χρόνια (1940-43) άσκησε τα καθήκοντά του, κυρίως κατά την Κατοχή. Προηγουμένως είχε διορισθεί σε διάφορες θέσεις, όπως το 1926 νομικός σύμβουλος του Επιμελητηρίου Πειραιώς, θέση που διατηρούσε πολλά χρόνια νωρίτερα ο πατέρας του, και από το 1932 νομικός σύμβουλος της Εμπορικής Τράπεζας. Από το 1932 επίσης μέχρι το 1941 ήταν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Το 1944, όταν πλέον ήταν αδιαμφισβήτητα ορατή η νίκη των Συμμάχων και φαινόταν άμεση η αποχώρηση των Γερμανών, ο Γεώργιος Σημίτης προσχώρησε στην κυβέρνηση των βουνών (ΠΕΕΑ) και διορίστηκε κατά την Απελευθέρωση γενικός διοικητής Ρούμελης, μια θέση που βέβαια ήταν εξωθεσμική σε σχέση με τη νόμιμη υπό τον Γεώργ. Παπανδρέου Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι του ΕΑΜ.
Προηγουμένως, ο Γεώργιος Σημίτης ήταν στενός συνεργάτης του Γεωργίου Μερκούρη, του αγαπημένου θείου της ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη. Αλλά ο Γεώργιος Μερκούρης δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο στην κατοχική Αθήνα. Ήταν ο αρχηγός του μόνου πολιτικού κόμματος, του οποίου επιτρεπόταν η λειτουργία επί Κατοχής: του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Είχε επιδιώξει πολλές φορές να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός, πότε με τις πλάτες των Γερμανών (1941, 1942) και πότε με των Ιταλών (1943), αλλά ανεπιτυχώς. Κάθε τόσο συνέτασσε κατάλογο υπουργών για να γίνει η κυβέρνησή του, αλλά τελικά οι Γερμανοί που είχαν τον αποφασιστικό λόγο σ’ αυτό το θέμα ποτέ δεν ενέδωσαν. Ανάμεσα στους επίδοξους υπουργούς ήταν διάφοροι κατά καιρούς, ανάμεσα στους οποίους ο καθηγητής Δημήτριος Δελιβάνης, ο πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Μιχ. Τυρίμος κ.ά., πιθανόν δε και ο Γ. Σημίτης.
Χαρακτηριστική πάντως είναι μια δήλωση που είχε κάνει ο Γεώργ. Μερκούρης, όταν οι Γλέζος και Σάντας είχαν κλέψει τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Είχε δημοσιευθεί τότε στις αθηναϊκές εφημερίδες (1 Ιουν. 1941):
«Το υπό την ηγεσίαν του κ. Γ. Μερκούρη Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα της Ελλάδος εξέδωκεν ανακοίνωσιν, εν τη οποία, αφού καυτηριάζει την κλοπήν της γερμανικής σημαίας, λέγει τα εξής:
“Η αυθαίρετος και ακατονόμαστος πράξις της κλοπής της σημαίας του Ράιχ εκ της Ακροπόλεως είναι αδύνατον να είναι έργον Έλληνος ανεξαρτήτου την ψυχήν και το φρόνημα ελευθερωτικού πνεύματος. Αντιθέτως, πιστεύομεν ακραδάντως, ότι είναι ασχημία κατωτέρου ανθρώπου, ξένα συμφέροντα υπηρετούντος και παν συμφέρον έχοντος να ενσπείρη μεταξύ του γερμανικού Ράιχ και του ατυχούς ελληνικού λαού την παράτασιν των αγαγόντων μέχρι του σημερινού εθνικού δράματος ανοσίων εγκλημάτων. Ανεξαρτήτως αισθημάτων, φρονημάτων, πολιτικών αντιλήψεων, η Γερμανία και η Ελλάς ευρέθημεν αντιμέτωποι. Οι λαοί μας επετέλεσαν γενναίως το προς τας πατρίδας των και την τιμήν των καθήκον των. Εκ της συγκρούσεως ως ήτο επόμενον εξήλθον νικηταί και ηττημένοι. Εκατέρωθεν ανεγνωρίσθη και εθαυμάσθη το πνεύμα της αυτοθυσίας και του ηρωισμού. Επήλθεν ανακωχή. Τα ένδοξα ελληνικά όπλα έτυχον των αρμοζουσών εις αυτά τιμών. Οι αιχμάλωτοί μας αφέθησαν ελεύθεροι. Οι αξιωματικοί μας διετήρησαν τα ξίφη των. Η ελληνική κυριαρχία εφ’ όλων των κατεχομένων εδαφών ανεγνωρίσθη διά του σχηματισμού ελληνικής κυβερνήσεως. Υπεγράφη μεταξύ νικητών και ηττημένων μία ηθική σύμβασις κυρωθείσα διά πασών των ανωτέρω πράξεων, δεσμεύουσα εκατέρους και επ’ αμοιβαιότητι εις αλληλοσεβασμόν και αλληλοβοήθειαν να εξέλθωμεν εκ του κυκεώνος των τραγικών παρεξηγήσεων και να βαδίσωμεν προς μίαν αμοιβαίαν κατανόησιν. Τούτων ούτως εχόντων διά πάντα εκ καταγωγής Έλληνα και παραμείναντα τοιούτον και αιρόμενον άνωθεν των οδυνηρών περιστάσεων, η ξενόδουλος πράξις η μολύνασα τον φιλόξενον και ιερόν χώρον της Ακροπόλεως, μόνον ως κατά της ελληνικής πατρίδος στρεφομένη χαρακτηρίζεται και ως τοιαύτη μαζί με όλας τας άλλας τας προκαλεσάσας την εθνικήν συμφοράν παραδίδεται εις την γενικήν περιφρόνησιν και αποδοκιμασίαν”».
Αυτού του πολιτικού (άλλοτε υπουργού, γιου του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη) ήταν συνεργάτης ο πατέρας Σημίτης. Αλλά, όπως τον Ιανουάριο 1941, είχε χάσει τον προστάτη του, τον Ιωάννη Μεταξά, που είχε πεθάνει, έτσι και τον Δεκέμβριο 1943 έχασε τον προστάτη του Γεώργιο Μερκούρη, με αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του στην Ανωτάτη Εμπορική ως παρανόμως διορισθείς και να μεταστραφεί στο ΕΑΜ που ήταν γεμάτο προσδοκίες ότι θα κυβερνούσε την Ελλάδα όταν οι Γερμανοί θα έφευγαν. Με το που δημιουργήθηκε η «κυβέρνηση των βουνών» κατέφυγε στα ελεύθερα βουνά λοιπόν, πήρε μέρος στο Εθνικό Συμβούλιο Κορυσχάδων και συνδέθηκε φιλικά, μεταξύ άλλων, με τον Άρη Βελουχιώτη, τον διάττοντα αστέρα της εαμικής αντίστασης. Έγινε πολιτικός διοικητής Ρούμελης, στο πλευρό του, αξίωμα που δεν κράτησε παρά ελάχιστο διάστημα, διότι εν τω μεταξύ είχε απελευθερωθεί η χώρα και η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου πήρε στα χέρια της όλη την εξουσία, ενώ η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε.
Ο Γ. Σημίτης είχε όμως το ατύχημα να χάσει και τον άλλο προστάτη του, τον Άρη Βελουχιώτη, που σκοτώθηκε κατά τις γνωστές συνθήκες τον Ιούνιο του 1945. Απορφανισμένος για μια ακόμη φορά πλέον, αφοσιώθηκε στο προσοδοφόρο επάγγελμά του ως μεγαλοδικηγόρος και ασχολήθηκε με την οικογένεια και τα παιδιά του. Για τα αγοράκια του μπορεί να αγόραζε άλλοτε στολές φαλαγγιτών, άλλοτε κονκάρδες με σβάστικες και άλλοτε σκούφους με σφυροδρέπανα, μερίμνησε όμως για να αποκτήσουν γερμανική παιδεία, τηρώντας άλλωστε την οικογενειακή παράδοση. Σήμερα το ένα αγοράκι είναι συνταξιούχος πρωθυπουργός και το άλλο ασχολείται με τη βιοηθική...