Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ - του Μ. Παπαστρατηγάκη



Μιχαήλ Π. Παπαστρατηγάκη


Ο Περικλής Γιαννόπουλος
όταν έτρεχε να ανταμώσει τον θάνατο καβάλα πάνω στο άλογο

Μια σκιαγραφία του


Μ. Παπαστρατηγάκης
Μιαν απριλιάτικη ημέρα, 10 του μηνός, η Αθήνα του 1910 εδιάβασε στις εφημερίδες φήμες για την αυτοκτονία ενός Αθηναίου λογίου. Την άλλη μέρα η αλήθεια συνετάραξε την πνευματική Αθήνα. Ο Περικλής Γιαννόπουλος, καβάλα σ’ ένα άλογο, ανθοστεφανωμένος, αυτοκτόνησε με περίστροφο, στα νερά του Σκαραμαγκά.
Πριν φύγει απ’ τη ζωή είχε φροντίσει να σκίσει πολλές φωτογραφίες του και να γράψει γράμματα σε συγγενείς του. Σε έναν απ’ αυτούς, στον τότε επίλαρχο Κ. Κρίτσα έγραφε: «Λοιπόν, ναι. Αυτό ήτο. Μια φορά που ευρέθην αληθινά ευτυχής ήθελα να εξασφαλίσω για πάντα την ευτυχία μου. Και η μόνη δυνατή εξασφάλισις είναι ο ύπνος...».
Κ’ ύστερα έδινε εντολές:
«...Αν το νερό βγάλη το σεπτόν μου σκήνωμα! εις την ακτή Σκαραμαγκά, να μη τύχη και το μαζεύσουν κι αρχίσουν την συζήτησι και το ξεκοιλιάσουν για να ιδούν τι συνέβη και Σας το φέρουν πίσω και το μασκαρέψουν κατά τα βλακώδη ανθρώπινα. Φρόντισε, Κώστα, κατ’ ουδένα λόγον να μη συμβή αυτό. Αλλά αν το βγάλη το νερό να το ξανασπρώξουν μέσα, να τ’ αφήσουν στο νερό, που θέλησε ο νοικοκύρης του να το βάλη. Άλλη μια πέτρα στο λαιμό γερά δεμένη είναι όλο-όλο που ζητώ...».
Οι εντολές του δεν έγιναν σεβαστές. Όταν η θάλασσα, ύστερ’ από δεκατρείς μέρες, εξέβρασε το πτώμα του ο αστυνόμος της περιοχής διέταξε να το μεταφέρουν στην εκκλησία. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Όμως, εν τω μεταξύ, «χείρες αβραί» δύο κυριών, που είχαν φθάσει από την Αθήνα, το είχαν ανθοστολίσει...

ΕΚΕΙΝΟΣ...

Αυτός ήταν ο Γιαννόπουλος. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης σ’ ένα άρθρο του στην «Ακρόπολι», με την υπογραφή «Έλλην» και με τον τίτλο «ΕΚΕΙΝΟΣ», έγραφε:
«Τις ήτο ο Περικλής Γιαννόπουλος ο θαλασσοκτονήσας. Τις δύναται να το ειπή; Ο γράφων, όστις τον εγνώρισε από εικοσαετίας, τόσον ήτο εις θέσιν να τον καταλάβη, όσον ένας γάιδαρος γκαρίζων δύναται να αντιληφθή Μπετόβεν. Δι’ εμέ ήτο ο εξοχώτερος των νέων Ελλήνων. Όχι των από του 1821 μόνον, αλλά των μετά τους Αλεξανδρινούς και εντεύθεν. Διά το πλήθος των Ρωμιών ήτο ένας άγνωστος. Διά το άνθος των ημιμαθών μας ένας περίεργος. Διά μερικούς λογίους χαμάληδες ένας λιβελλογράφος.
Πάρτε τώρα όλας αυτάς τας κρίσεις και βγάλτε ζουμί. Και πιέτε το. Επιτρέψατε, όμως, και εις τον γράφοντα να τον υπολαμβάνη ως τον ύπατον των νεωτέρων Ελλήνων».
Και το άρθρον, που ήταν ένας ύμνος στο έργο και τις πνευματικές προθέσεις του Γιαννόπουλου, ετελείωνε με μια φράση εξαίσια:
«Και επήδησεν εις το καθάριον κύμα ανθοστεφάνωτος, ο Απόλλων του Γαλανού, ο Απόλλων της Αναγεννήσεως».
Και ήταν, αληθινά, απολλώνεια η μορφή του. Τα μάτια του, τα ολογάλανα, ακτινοβολούσαν «υπερφυσική γοητεία».
«Το πρόσωπό του, έγραφε ακόμη ο Γαβριηλίδης, ελούετο εις μειδίαμα, το οποίον θα εφθόνει πάσα Χάρις. Ως δε ενεδύετο απολυτελέστατα μεν, αλλ’ ως καλλιτέχνης του ρυθμού και του ήθους, εξεχώριζεν από όλους, δεν εταυτίζετο με κανένα, δεν εδάνειζε τίποτε εις κανένα. Ήτο ΑΥΤΟΣ».
Με πόσην ειλικρίνεια και αλήθεια τον έκλαψε ο Ιωάννης Κονδυλάκης (Διαβάτης) εις το «Εμπρός» (13 Απριλίου 1910):
«...Το επερίμενα διότι τον εγνώριζα. Ο Γιαννόπουλος δεν ήτο δυνατόν να φύγη κατά διαφορετικόν τρόπον από την ζωήν. Ν’ αποθάνη εις την κλίνην του από γεροντικήν εξάντλησιν, ήτο αδύνατον...
...Έζη εις την λατρείαν της Ελληνικής Φύσεως και της Ελληνικής Τέχνης, εις τας οποίας, κατά την αντίληψίν του, συνοψίζονται τα υψηλότερα και θειότερα ιδεώδη. Και αυτήν την λατρείαν την ήθελε να εκφράση εις τον βίον και εις το έργον του... Ο Υμηττός και η Πεντέλη ήσαν δι’ αυτόν άλλοι Παρθενώνες. Παντού της Αττικής σχεδόν έβλεπε τας εξαισίας αρμονίας των αρχιτεκτονικών και των γλυπτικών μνημείων της αρχαιότητος. Και εις το θείον τούτο περιβάλλον ήθελε να ζη ως προσκυνητής ένθους και ως ιεροφάντης.
Όταν κατ’ αρχάς τον εγνώρισα, ενόμισα ότι η προς την αρχαίαν τέχνην λατρεία του ήτο ψευδεπίδειξις, και κάθε άλλο ή σοβαράν και αγαθήν ιδέαν εσχημάτισα περί αυτού. Αλλ’ έπειτα τόσον επείσθην περί της ειλικρινείας του, ώστε δεν εγέλασα ούτε όταν τον ήκουσα να λέγη μίαν ημέραν ότι ήθελε να είχε κατοικίαν παρά την Ακρόπολιν «για να βρίσκεται κοντά στη δουλειά του».
Η δουλειά του ήτο ν’ αναβαίνη εις την Ακρόπολιν. Και ανέβαινεν ως προσκυνητής και ως μελετητής των θείων μαρμάρων».

Η ΑΝΑΤΟΛΗ

Άλλος φίλος του, ο Δημήτριος Καμπούρογλου, ιστορικός των Αθηνών, ο αλησμόνητος αθηναιολάτρης, τον εθεωρούσε «ως τον τελευταίον Αθηναίον των καλών χρόνων». Και ακόμη «ως ένα πλόκαμον κισσού ερπίζοντα επάνω εις αρχαίον μάρμαρον»:
«Όταν έβαζε – έγραφε – λευκά γάντια και φορτωμένος από άνθη ανήρχετο εις την Ακρόπολιν διά να προσευχηθή εις τον ναόν του υπάτου Κάλλους, ο τόπος του φρονίμου εξωτερικού και των πρακτικωτέρων σκέψεων τον εθεώρει ακαταλόγιστον».
Ήτο, είπεν ακόμη ο Καμπούρογλου, «φύσις καλλιεργημένη πολλών αιώνων». Δεν είχεν άδικον. Η καταγωγή της μητέρας του εκρατούσε από τη βυζαντινή οικογένεια Χαιρέτη.
Κάτι ακόμη. Ο Σικελιανός τον έκλαψε στον «Απολλώνειο Θρήνο» του, που άρχιζε με τον στίχο: «Κλάψτε τον ωραίο Ιππόλυτο!...».
Μα κι οι παραφωνίες δεν έλειψαν.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα τον Φεβρουάριο του 1870. Ο πατέρας του Ιωάννης Γιαννόπουλος ήταν γιατρός. Ύστερα από την πρώτη μόρφωσή του στην Πάτρα, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σ’ ένα χρόνο φεύγει για το Παρίσι και συνέχισε εκεί, για δυο ακόμη χρόνια τη σπουδή του στην ιατρική. Όταν πέθανε ο πατέρας του, αφήνει την ιατρική και γυρίζει την Αθήνα. Γράφεται στη Νομική χωρίς να φοιτήσει όμως ποτέ.
Στο Παρίσι γνωρίστηκε με τον ποιητή Ζαν Μωρεάς. Ήταν η εποχή του συμβολισμού. Διαβάζει Μαλλαρμέ και Μπωντελαίρ. Κάνει τη ζωή του. Έχει κατακτήσεις. Γλεντάει. Το 1893-1895 γράφει στην εφημερίδα «Άστυ» πεζά, ποιήματα.
Όταν αποφάσισε να αφήσει τη ζωή, έκαψε πολλά χειρόγραφά του. Η μεγαλύτερη απώλεια ήταν ότι χάθηκε η «Αρχιτεκτονική» του. Έμειναν όμως μερικές μελέτες του για την Ελληνική Αναγέννηση (1903), τη «Σύγχρονη ζωγραφική» (1902), την «Ελληνική γραμμή» (1903), το «Ελληνικόν χρώμα» (1904), «Προς τους καλλιτέχνες μας» (1903). Οι μελέτες αυτές είχαν δημοσιευθεί σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Το 1906 έδωσε το «Νέον Πνεύμα» και το 1907 δημοσιεύθηκε η «Έκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινόν».

ΑΝΑΓΕΝΝΗΤΗΣ

Λοιπόν, τι ήταν αυτός ο απολλώνειος την μορφήν και ολόφωτος και λάμπων ως ο αττικός ήλιος την ψυχήν και το πνεύμα, Περικλής Γιαννόπουλος; Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, από το 1906 ακόμη έδωσε ένα περίφημο χαρακτηρισμό του έργου του, στη «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας:
«...Ό,τι κάμνει διά την Ζωγραφικήν, το αυτό και με την Αρχιτεκτονικήν, Γλυπτικήν, Ποίησιν, το Διήγημα, Δράμα, την Γλώσσαν κλπ. Εξετάζει πώς είναι έκαστον και μας διδάσκει πώς έπρεπε να είναι... Και ολίγον κατ’ ολίγον, αρχίζων από την Τέχνην, περνών εις την Γλώσσαν, προχωρών εις την Κοινωνίαν και καταλήγων εις την Πολιτείαν, συμπληρώνει εν σύστημα καθολικής ελληνικής αναγεννήσεως πάντοτε επί τη βάσει της ιδίας αρχής και βάσεως, φύσει δε μεγαλοϊδεάτης με πίστιν ακλόνητον εις την αξίαν και δύναμιν της αθανάτου φυλής καταστρώνει το μέγα σχέδιον και ρίπτει το στερεόν θεμέλιον του ονειρευμένου νεοελληνικού πολιτισμού του, μεγάλου ως ο αρχαίος, μεγαλυτέρου από κάθε άλλον σημερινόν».
Ήταν, λοιπόν, ένας ουτοπιστής, με ζέουσαν φαντασίαν; Ο Έλληνας απάνω απ’ όλους. Ο Ευρωπαίος ήταν, γι’ αυτόν, «βάρβαρος» ή «ανθρωποειδής». Μόνον η Ελλάδα κατάφερε να παράγει ανθρώπους. Αυτό επίστευε. Και το επίστευε και το εκήρυξε με όλη τη δύναμη της ωραίας ψυχής του. Δεν έγραφε, αλλά εκάλπαζε. Κάθε λέξις του και κεραυνός... Εσφυροκοπούσε το ελληνικό μυαλό για ν’ αντιληφθεί τη θέση του και τον προορισμό του μέσα στην ανθρωπότητα. Εμαστίγωνε μέχρις αίματος τον Ρωμιό για τον κάνει Έλληνα και για να πιστέψει πως είναι ανώτερος απ’ όλους τους άλλους.
«Δεν θα κρίνετε Σεις οι Φράγκοι – έγραφε – τα χθεσινά αγριογούρουνα Εμάς, αλλ’ εμείς θα κρίνωμεν Σας και τον πολιτισμόν σας».
Αυτή τη φράση επήρε κάποιος κριτικός για να θεμελιώσει μιαν ανοησία. Ότι, δηλαδή, ο Γιαννόπουλος έπασχε, όπως όλοι οι Βαλκάνιοι, από το «σύμπλεγμα κατωτερότητος» και «ως άτομα και ως έθνη». Αντίθετα. Ο Γιαννόπουλος είχε το αίσθημα της ανωτερότητος. Και ο τρόπος που διακήρυξε τις ιδέες του, ο φλογερός, που έμοιαζε με καλπασμό και με μαστίγωμα, δεν δείχνει τον άνθρωπο που ήθελε να ξεφύγει από την κατωτερότητα, αλλά εκείνον που πίστευε στη δική του υπεροχή, στην υπεροχή του. Εζητούσε – γιατί την θεωρούσε απαραίτητη – μια πνευματική και εθνική επανάσταση, βαθύτατη, που θα είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων αξιών.
«Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ του Έλληνος εις τον Κόσμον αυτόν – έγραφε στην «Έκκληση» – ήτο και είναι εις κάθε εποχήν, ΣΗΜΕΡΑ και ΑΥΡΙΟΝ. Ο εξανθρωπισμός της Οικουμένης. Και επειδή το ΓΕΓΟΝΟΣ είναι αυτό, πρέπει να σταθήτε να Σας γδάρουν τα ρούχα, το πετσί, να Σας πλύνουν τις ιδέες, να Σας μπουγαδιάσουν το Μυαλό για να ιδήτε τον Εαυτό Σας και το δρόμο Σας».

ΑΠΟΣΤΟΛΗ

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ έχει βαρύτατα «υπεράνθρωπα καθήκοντα» να εκτελέσει. Διαφορετικά δεν έχει το δικαίωμα να φέρει το όνομα ΕΛΛΗΝ. Για τον Γιαννόπουλο όταν το Ελληνικόν Ιδανικόν «ετελειώθη διά των Αθηνών», τότε εσήμανεν η ώρα για ν’ αρχίσει πραγματικώς η Ελληνική Ιστορία. Και τότε άρχισε «η αληθώς τρισμέγιστη Αποστολή του Έλληνος εις τον Κόσμον, που είναι ο εξανθρωπισμός της Οικουμένης».
«Ο Αλέξανδρος αρχίζει την πραγματική ελληνική ιστορία.
Ντροπή Σας να συζητάτε με τον Σκυλόφραγκο, αν η Μακεδονική Σας Γη είναι δική Σας Γη. Και να τον πείσης, δεν τον πείθεις το Ληστή. Ή μόνος του ή με τους Σμπίρους βάλτους θα προσπαθήση να Σας πάρη κάθε Γη.
Οι Πολιτισμοί που Σας έμαθαν οι Δασκαλοτσούσιδες να προσκυνάτε μπρούμυτα, Σας καμπανίζουν κατάμουτρα με άγρια χαστούκια: Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ!
Και είναι ανήθικον και άσκοπον και το να Σας δώσουν και το να δεχθήτε τι. Και να σας δώσουν, αν είσθε Σάπιοι, ο πρώτος Δυνατός θα Σας το πάρη. Το Ηθικόν είναι αν είσθε Σάπιοι, να Σας ξεσπιτώσουν και καθαρίσουν τη Γη. Φυλάτε τη Γη Σας και την Τιμή της, μόνο με Σπαθί...».
Το ελληνικό φως έπρεπε να διαποτίσει τη σκέψη και τη θέληση όλων, του ζωγράφου, του γλύπτου, του μουσικού, του πολιτικού, του κάθε πολίτου, αν ήθελε να είναι Έλληνας κι αν είχε πιστέψει στον προορισμό του. Ήταν καταλυτής; Ήθελε την αναδημιουργία, την ανάπλαση από την αρχή, από τα θεμέλια. Θα είναι αδύνατον να βαδίσει προς τα εμπρός η Φυλή χωρίς να υπάρξει, όπως έγραψε, νέον πνεύμα, νέον ιδανικόν, νέα πίστις, νέα σημαία.
«Όχι, όχι, όχι. Ούτε αυτή δυνατόν να είναι η Ελλάς ούτε αυτοί να είσθε σεις. Και η φυσική Ελλάς είναι άλλη και σεις οι ίδιοι είσθε άλλοι. Αλλά το κλέφτικον αναρχικόν κρασί και το φράγκικον παλιόκρασον με το δυνατώτατον αλκοόλ, που πίνετε ακόρεστα, εξετίναξαν και αυτής και τα δικά σας μυαλά».
Ο Παύλος Νιρβάνας είχε πει στον Άριστο Καμπάνη, πως ο Περικλής Γιαννόπουλος «προφεσσάρει τον Ελληνισμόν κατά τον μάλλον ανθελληνικόν τρόπον. Με την οργήν, με την τρικυμίαν, με την φραστικήν καταιγίδα». Αληθινά, αυτός ο θαυμαστής του αττικού κάλλους, των κλασσικών γραμμών, ο εραστής του Αττικού φωτός, που λάτρευεν ακόμη και το αττικό αγκάθι για την νταντελένια του ομορφιά, όταν έγραφε λησμονούσε την αττικήν λιτότητα. Ορμούσε σαν χείμαρρος. Μέσα στο κήρυγμά του υπάρχουν λυρικές σελίδες περίφημες. Μοιάζουν με ηλιαχτίδες που περνούν μέσα από τα σύννεφα μιας θύελλας. Άλλωστε οι προφήτες και οι απόστολοι δεν μιλούν πάντοτε με τη γλώσσα της καλωσύνης και της αγαθότητας. Μαστιγώνουν πολλές φορές. Και μαστιγώνουν ανελέητα.
Γιατί εθαλασσοκτόνησε; Έγραφε ο Γαβριηλίδης:
«Διατί απέθανε; Διότι δεν τον ήθελεν η Γη η Ελληνική. Δεν τον εσήκωνεν η Κοινωνία η Ελληνική. Τον απηχθάνετο η Ζωή η Ελληνική. Τον έτρεμε ως πολύ άγριον χειρουργόν η Φθίσις η Ελληνική. Τον εμίσει τον ερίγδουπον Ποσειδώνα η Τελματίτις η Ελληνική. Μεταξύ αυτού του Μεγάλου και της συγχρόνου Ελληνικής Μικρότητος, γέφυρα δεν ηδύνατο να ζευχθή».
Αυτή είναι η μια άποψη. Αργότερα φανερώθηκε η αλήθεια για τας «αβράς χείρας» που τον ενεκροστόλισαν στην εκκλησία του Σκαραμαγκά. Ήταν η ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου, η Σοφία του, η λατρεία του, που ζει με την ανάμνησή του στην Καλλιθέα, και μία φίλη της. Είχεν έρθει από το Μόναχο ύστερα από ένα γράμμα. Της έστελνε «ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη», που την άφηνε για πάντα...
Θα ’πρεπε πολλλά να ειπωθούν ακόμη. Μα ο χώρος δεν το επιτρέπει. Αλλά, πάντως, όταν θυμηθούμε την εποχή που ’γραψε τα δύο του έργα, την «Έκκληση» και το «Νέον Πνεύμα», θα δικαιολογήσουμε τους θυμούς του. Έγραφεν ύστερα από εκείνο τον άτυχο πόλεμο του 1897, που τον είχε πληγώσει σαν Έλληνα. Είχεν, έπειτα, αρχίσει ο Μακεδονικός Αγώνας. Ο Παύλος Μελάς είχε δώσει το αίμα του. Κι ο Γιαννόπουλος ήθελε να ξυπνήσει την εθνική συνείδηση, έστω και με το μαστίγωμα. Ήξερε πως δεν τον καταλάβαιναν. Το είχε ομολογήσει. Μα αυτό του άναβε περισσότερο τη φωτιά στην ψυχή του. Ήθελε με το μεγάλο μήνυμά του να θεμελιώσει τον Ελληνισμό του μέσα στην ψυχή των Ελλήνων. Δυο χρόνια ύστερα από τον θάνατό του ανάτειλαν οι θρίαμβοι του Δώδεκα. Το είχε φωνάξει, προφήτης και απόστολος: «Η ΜΟΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΠΑΘΙ»!

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

ΠΙΚΡΑΜΜΕΝΟΣ ΚΑΙ SAVITRI DEVI

Ο πρώτος εργοδότης

της Μαξιμιανής Πορτάση

(της "Ιέρειας του Χίτλερ")

λεγόταν Όθων Πικραμμένος...


Αφιερωμένο στον Παναγιώτη Χιωτέλλη


Μέσα στις περίεργες συμπτώσεις της μικρής ιστορίας θα πρέπει να εντάξουμε και την περίπτωση της  Μαξιμιανής Πορτάση, γνωστότερης ως Savitri Devi ή και με τον προσδιορισμό "Ιέρεια του Χίτλερ", κατά την πρώτη εγκατάστασή της στην Ελλάδα. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 όταν η γεννημένη το 1905 στη Γαλλία Πορτάση ήρθε για διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ήταν η εποχή που ο Άγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ-Σικελιανού οργάνωναν τις πρώτες Δελφικές Γιορτές. Σ' αυτές έλαβε και εκείνη μέρος, συνδέθηκε με πρόσωπα που ανήκαν στον στενό κύκλο του Σικελιανού και προσελήφθη στη σύνταξη της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας του "Πυρσού". Πρώτος εργοδότης της ήταν λοιπόν ο Όθων Πικραμμένος, κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, γιος του Πατρινού δικηγόρου και σταφιδέμπορου Τάκη Πικραμμένου.
Για την Μαξιμιανή, που είχε πεισματικά αποφασίσει να έρθει στην Ελλάδα για το διδακτορικό της μεν, το οποίο όμως είχε ως θέμα την ιδεολογική διάσταση του νεώτερου Ελληνισμού, η γνωριμία αυτή δεν είχε απλώς επαγγελματική βάση. Επικρατούσα μορφή στη διδακτορική της έρευνα ήταν ο Ίων Δραγούμης, αλλά ήταν αυτονόητο πως δεν ήταν αμέτοχος ο άλλος πυλώνας, ο Περικλής Γιαννόπουλος. Και εδώ θα επισημάνουμε μια άλλη περίεργη σύμπτωση: Στενός συγγενής του Όθωνα Πικραμμένου ήταν εξ αίματος ο Περικλής Γιαννόπουλος!
Η Μαξιμιανή Πορτάση υπήρξε εσωτερική συντάκτρια για την εγκυκλοπαίδεια του "Πυρσού" και πολλά από τα δημοσιευμένα άρθρα φέρουν την υπογραφή της, ενώ έγραψε και άλλα ανώνυμα. Το εισόδημά της από την εργασία αυτή ήταν επαρκές για να συντηρηθεί στην Αθήνα και να πραγματοποιήσει διάφορα ταξίδια σε αρχαιολογικές τοποθεσίες πλην των Δελφών. Ανάμεσα στις διάφορες προσωπικότητες που γνώρισε τότε στην Αθήνα ήταν και η πρώτη Ελληνίδα ξεναγός Μαρίκα Βελουδίου, με την οποία παρέμεινε φίλη μέχρι το τέλος της ζωής της.
Κορνήλιος Καστοριάδης
 Όταν μετά από πολλά χρόνια, το 1968, επανήλθε στην Ελλάδα, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Υπήρχε μια δικτατορία εδώ. Στη Γαλλία είχε κορυφωθεί μια επανάσταση εκ των κάτω, ιδεολογικά επενδυμένη με τη συμβολή ενός Έλληνα φιλόσοφου, του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο οποίος δεν θα διστάσει, έστω και στο τέλος της ζωής του, να μιλήσει με ευγνώμονα λόγια για τη δασκάλα του, την επίσης ελληνικής καταγωγής Σάβιτρι Ντέβι ή Μαξιμιανή Πορτάση. Εξ όσων γνωρίζουμε, κατά τη δεύτερη εγκατάστασή της στην Ελλάδα, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη, η "Κόρη του Ήλιου" έζησε φτωχικά κερδίζοντας τα προς το ζην με την παράδοση μαθημάτων ξένων γλωσσών. Συναντήθηκε πολλές φορές με τη Μαρίκα Βελουδίου και με άλλα πρόσωπα που γνώριζε από τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεν υπάρχει καμιά αυθεντική μαρτυρία ότι είδε και μίλησε με τον Όθωνα Πικραμμένο. Εκείνος τότε ήταν 67 ετών, όσο δηλαδή ήταν και ο γιος του όταν έγινε υπηρεσιακός πρωθυπουργός τον Μάη του 2012...

ΕΝΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΡΙΜΗΣ...

Ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Δημήτρης Τρίμης
και ένας δημοσιογράφος Τρίμης
από τα χρόνια της Κατοχής...
Ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Δημήτρης Τρίμης ποζάρει στο προεδρικό γραφείο. Είχε άραγε καμιά σχέση με έναν κατοχικό δημοσιογράφο ονόματι Γεώργιο Τρίμη; Τι έχουν να πουν οι πάλαι ποτέ ιστοριοδίφες "Ιοί" της πάλαι ποτέ "Ελευθεροτυπίας"; Τι είδους "ανάρμοστη διαγωγή κατά την Κατοχή" είχε επιδείξει ο Γεώργιος Τρίμης και μαζί με τη Σίτσα Καραϊσκάκη και άλλους δημοσιογράφους της εποχής εκείνης για να διαγραφούν από την Ένωση Συντακτών Περιοδικού Τύπου (βλ. εφημερίδα "Ριζοσπάστης" 17.11.1944); Τι σχέση είχε ο Γεώργιος Τρίμης με τον απότακτο αξιωματικό του κινήματος του '35 Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας; Τι σχέση είχε ο ίδιος με το κατοχικό υπουργείο Εργασίας και με τους συνδικαλιστές τύπου Καλομοίρη και Καλύβα; Υπάρχει συγγένεια ανάμεσα στους δύο δημοσιογράφους Τρίμηδες;






































[ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ Δ. ΤΡΙΜΗ ΑΝ ΔΟΘΕΙ]




























































[ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΝ ΔΟΘΕΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ]




Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Γεώργιος Σημίτης, Μερκούρης και Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα


Ο πατέρας Σημίτης σύμβουλος επί Κατοχής
του Γεωργίου Μερκούρη, του αρχηγού του
Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος!

Ο Γεώργιος Σημίτης με τον Άρη Βελουχιώτη στους δρόμους της Λαμίας.
Το αρχικό καταστατικό του κόμματος που ίδρυσε ο Γεώργιος Μερκούρης.

Ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος ανέλαβε επί Κατοχής διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Ήταν ο κατοχικός προστάτης του Γ. Σημίτη, στενού φίλου του.

Ο Ιωάννης Μεταξάς, συνοδευόμενος από τον Θεολόγο Νικολούδη. Ο πατέρας Σημίτης έτρεφε βαθύ θαυμασμό για τον δικτάτορα της 4ης Αυγούστου.

Ο Κώστας Σημίτης στα πρώτα χρόνια της πολιτικής σταδιοδρομίας του.



Του Δημοσθένη Κούκουνα

Αν κάποιος ευφάνταστος μπορούσε να αναρωτηθεί τι το κοινό είχαν ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Γεώργιος Μερκούρης και ο Άρης Βελουχιώτης, δύσκολα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ένα πρόσωπο: τον Γεώργιο Σημίτη. Πρόκειται για τον πατέρα του πρώην πρωθυπουργού και αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Κώστα Σημίτη, μεγαλοδικηγόρου τρίτης γενεάς.
Και για τα τρία προαναφερθέντα ιστορικά πρόσωπα, εντελώς αντιφατικά μεταξύ τους, ο πατέρας Σημίτης έτρεφε θαυμασμό και σεβασμό. Ήταν τα πρότυπά του προφανώς και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ανατράφηκε ο μετέπειτα επί οκταετία πρωθυπουργός.
Ο Γεώργιος Σημίτης ήταν μεγαλοδικηγόρος του Πειραιά. Ο Σπυρίδων Σημίτης (παπούς του σημερινού πολιτικού) είχε γεννηθεί το 1872 στην Αθήνα και πέθανε το 1914. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, στη Γαλλία και στο Βέλγιο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, το 1896 (σε ηλικία 24 ετών) εξελέγη υφηγητής του εμπορικού δικαίου και αργότερα, όταν ο Ελευθ. Βενιζέλος είχε έρθει στην Αθήνα και είχε γίνει πρωθυπουργός, ο Σπυρ. Σημίτης τοποθετήθηκε πρόεδρος της επιτροπής για τη σύνταξη του εμπορικού κώδικα. Είχε συντάξει επίσης το καταστατικό του πρώτου εμπορικού επιμελητηρίου που ιδρύθηκε στην Ελλάδα (Πειραιώς), του οποίου μάλιστα υπήρξε νομικός σύμβουλος μέχρι τον θάνατό του.
Και οι δύο γιοι του, ο Γεώργιος και ο Αντώνιος, έγιναν επίσης δικηγόροι και διαδέχθηκαν τον πατέρα τους επαγγελματικά. Ο Γεώργιος Σημίτης είχε γεννηθεί στον Πειραιά το 1899, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έγινε διδάκτορας το 1928, ενώ το 1936, σε ηλικία 37 ετών, εξελέγη υφηγητής του εμπορικού δικαίου, όπως και ο πατέρας του. Κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, εμφανίσθηκε σφόδρα βασιλικός και θαυμαστής του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, επιτυγχάνοντας μάλιστα το 1940 να διορισθεί από τον τελευταίο με συνοπτικές διαδικασίες ως καθηγητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής. Έκτοτε διατηρούσε τον τίτλο του «καθηγητή», αν και μόνο για τρία χρόνια (1940-43) άσκησε τα καθήκοντά του, κυρίως κατά την Κατοχή. Προηγουμένως είχε διορισθεί σε διάφορες θέσεις, όπως το 1926 νομικός σύμβουλος του Επιμελητηρίου Πειραιώς, θέση που διατηρούσε πολλά χρόνια νωρίτερα ο πατέρας του, και από το 1932 νομικός σύμβουλος της Εμπορικής Τράπεζας. Από το 1932 επίσης μέχρι το 1941 ήταν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Το 1944, όταν πλέον ήταν αδιαμφισβήτητα ορατή η νίκη των Συμμάχων και φαινόταν άμεση η αποχώρηση των Γερμανών, ο Γεώργιος Σημίτης προσχώρησε στην κυβέρνηση των βουνών (ΠΕΕΑ) και διορίστηκε κατά την Απελευθέρωση γενικός διοικητής Ρούμελης, μια θέση που βέβαια ήταν εξωθεσμική σε σχέση με τη νόμιμη υπό τον Γεώργ. Παπανδρέου Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι του ΕΑΜ.
Προηγουμένως, ο Γεώργιος Σημίτης ήταν στενός συνεργάτης του Γεωργίου Μερκούρη, του αγαπημένου θείου της ηθοποιού Μελίνας Μερκούρη. Αλλά ο Γεώργιος Μερκούρης δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο στην κατοχική Αθήνα. Ήταν ο αρχηγός του μόνου πολιτικού κόμματος, του οποίου επιτρεπόταν η λειτουργία επί Κατοχής: του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Είχε επιδιώξει πολλές φορές να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός, πότε με τις πλάτες των Γερμανών (1941, 1942) και πότε με των Ιταλών (1943), αλλά ανεπιτυχώς. Κάθε τόσο συνέτασσε κατάλογο υπουργών για να γίνει η κυβέρνησή του, αλλά τελικά οι Γερμανοί που είχαν τον αποφασιστικό λόγο σ’ αυτό το θέμα ποτέ δεν ενέδωσαν. Ανάμεσα στους επίδοξους υπουργούς ήταν διάφοροι κατά καιρούς, ανάμεσα στους οποίους ο καθηγητής Δημήτριος Δελιβάνης, ο πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Μιχ. Τυρίμος κ.ά., πιθανόν δε και ο Γ. Σημίτης.
Χαρακτηριστική πάντως είναι μια δήλωση που είχε κάνει ο Γεώργ. Μερκούρης, όταν οι Γλέζος και Σάντας είχαν κλέψει τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Είχε δημοσιευθεί τότε στις αθηναϊκές εφημερίδες (1 Ιουν. 1941):
«Το υπό την ηγεσίαν του κ. Γ. Μερκούρη Εθνικοσοσιαλιστικόν Κόμμα της Ελλάδος εξέδωκεν ανακοίνωσιν, εν τη οποία, αφού καυτηριάζει την κλοπήν της γερμανικής σημαίας, λέγει τα εξής:
“Η αυθαίρετος και ακατονόμαστος πράξις της κλοπής της σημαίας του Ράιχ εκ της Ακροπόλεως είναι αδύνατον να είναι έργον Έλληνος ανεξαρτήτου την ψυχήν και το φρόνημα ελευθερωτικού πνεύματος. Αντιθέτως, πιστεύομεν ακραδάντως, ότι είναι ασχημία κατωτέρου ανθρώπου, ξένα συμφέροντα υπηρετούντος και παν συμφέρον έχοντος να ενσπείρη μεταξύ του γερμανικού Ράιχ και του ατυχούς ελληνικού λαού την παράτασιν των αγαγόντων μέχρι του σημερινού εθνικού δράματος ανοσίων εγκλημάτων. Ανεξαρτήτως αισθημάτων, φρονημάτων, πολιτικών αντιλήψεων, η Γερμανία και η Ελλάς ευρέθημεν αντιμέτωποι. Οι λαοί μας επετέλεσαν γενναίως το προς τας πατρίδας των και την τιμήν των καθήκον των. Εκ της συγκρούσεως ως ήτο επόμενον εξήλθον νικηταί και ηττημένοι. Εκατέρωθεν ανεγνωρίσθη και εθαυμάσθη το πνεύμα της αυτοθυσίας και του ηρωισμού. Επήλθεν ανακωχή. Τα ένδοξα ελληνικά όπλα έτυχον των αρμοζουσών εις αυτά τιμών. Οι αιχμάλωτοί μας αφέθησαν ελεύθεροι. Οι αξιωματικοί μας διετήρησαν τα ξίφη των. Η ελληνική κυριαρχία εφ’ όλων των κατεχομένων εδαφών ανεγνωρίσθη διά του σχηματισμού ελληνικής κυβερνήσεως. Υπεγράφη μεταξύ νικητών και ηττημένων μία ηθική σύμβασις κυρωθείσα διά πασών των ανωτέρω πράξεων, δεσμεύουσα εκατέρους και επ’ αμοιβαιότητι εις αλληλοσεβασμόν και αλληλοβοήθειαν να εξέλθωμεν εκ του κυκεώνος των τραγικών παρεξηγήσεων και να βαδίσωμεν προς μίαν αμοιβαίαν κατανόησιν. Τούτων ούτως εχόντων διά πάντα εκ καταγωγής Έλληνα και παραμείναντα τοιούτον και αιρόμενον άνωθεν των οδυνηρών περιστάσεων, η ξενόδουλος πράξις η μολύνασα τον φιλόξενον και ιερόν χώρον της Ακροπόλεως, μόνον ως κατά της ελληνικής πατρίδος στρεφομένη χαρακτηρίζεται και ως τοιαύτη μαζί με όλας τας άλλας τας προκαλεσάσας την εθνικήν συμφοράν παραδίδεται εις την γενικήν περιφρόνησιν και αποδοκιμασίαν”».
Αυτού του πολιτικού (άλλοτε υπουργού, γιου του δημάρχου Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη) ήταν συνεργάτης ο πατέρας Σημίτης. Αλλά, όπως τον Ιανουάριο 1941, είχε χάσει τον προστάτη του, τον Ιωάννη Μεταξά, που είχε πεθάνει, έτσι και τον Δεκέμβριο 1943 έχασε τον προστάτη του Γεώργιο Μερκούρη, με αποτέλεσμα να χάσει τη θέση του στην Ανωτάτη Εμπορική ως παρανόμως διορισθείς και να μεταστραφεί στο ΕΑΜ που ήταν γεμάτο προσδοκίες ότι θα κυβερνούσε την Ελλάδα όταν οι Γερμανοί θα έφευγαν. Με το που δημιουργήθηκε η «κυβέρνηση των βουνών» κατέφυγε στα ελεύθερα βουνά λοιπόν, πήρε μέρος στο Εθνικό Συμβούλιο Κορυσχάδων και συνδέθηκε φιλικά, μεταξύ άλλων, με τον Άρη Βελουχιώτη, τον διάττοντα αστέρα της εαμικής αντίστασης. Έγινε πολιτικός διοικητής Ρούμελης, στο πλευρό του, αξίωμα που δεν κράτησε παρά ελάχιστο διάστημα, διότι εν τω μεταξύ είχε απελευθερωθεί η χώρα και η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου πήρε στα χέρια της όλη την εξουσία, ενώ η ΠΕΕΑ αυτοδιαλύθηκε.
Ο Γ. Σημίτης είχε όμως το ατύχημα να χάσει και τον άλλο προστάτη του, τον Άρη Βελουχιώτη, που σκοτώθηκε κατά τις γνωστές συνθήκες τον Ιούνιο του 1945. Απορφανισμένος για μια ακόμη φορά πλέον, αφοσιώθηκε στο προσοδοφόρο επάγγελμά του ως μεγαλοδικηγόρος και ασχολήθηκε με την οικογένεια και τα παιδιά του. Για τα αγοράκια του μπορεί να αγόραζε άλλοτε στολές φαλαγγιτών, άλλοτε κονκάρδες με σβάστικες και άλλοτε σκούφους με σφυροδρέπανα, μερίμνησε όμως για να αποκτήσουν γερμανική παιδεία, τηρώντας άλλωστε την οικογενειακή παράδοση. Σήμερα το ένα αγοράκι είναι συνταξιούχος πρωθυπουργός και το άλλο ασχολείται με τη βιοηθική...